Λιμάνι της Νάξου. καλοκαίρι του '11. Νύχτα. Περιμέναμε το πλοίο να μας πάει στην Δονούσα. Εγώ, ο κολλητός μου κι ένας Λέοντας.
Δεν ήμουν πολύ καλά. Όχι, καλά δεν το λες. Μα εκείνη τη νύχτα ένιωθα λίγο αισιόδοξος. Στεκόμουν όρθιος στην προβλήτα και χάζευα την Πορτάρα. Ο κολλητός μου με πλησίασε και με ρώτησε:
-Τι σκέφτεσαι;
-Σκέφτομαι όλα τα ηλιοβασιλέματα που δεν έχουμε δει ακόμη!
εκείνος έσκυψε στο αυτί μου:
-Σκέψου και τις χαραυγές που έχεις χάσει...
Τρομοκρατήθηκα. Το χαμόγελό μου έφυγε. Ακούμπησα την φωτογραφική μηχανή στο τσιμέντο και κάθισα κι εγώ δίπλα της.
Κατάλαβες;
Δεν ήμουν πολύ καλά. Όχι, καλά δεν το λες. Μα εκείνη τη νύχτα ένιωθα λίγο αισιόδοξος. Στεκόμουν όρθιος στην προβλήτα και χάζευα την Πορτάρα. Ο κολλητός μου με πλησίασε και με ρώτησε:
-Τι σκέφτεσαι;
-Σκέφτομαι όλα τα ηλιοβασιλέματα που δεν έχουμε δει ακόμη!
εκείνος έσκυψε στο αυτί μου:
-Σκέψου και τις χαραυγές που έχεις χάσει...
Τρομοκρατήθηκα. Το χαμόγελό μου έφυγε. Ακούμπησα την φωτογραφική μηχανή στο τσιμέντο και κάθισα κι εγώ δίπλα της.
Ο Λέοντας τράβηξε αυτή την φωτογραφία.
Έτσι. Για να χαμογελάμε με αυτά που θα 'ρθουν και να κλαίμε γι' αυτά που χάσαμε.
Κατάλαβες;