κατάλαβες;

Λιμάνι της Νάξου. καλοκαίρι του '11. Νύχτα. Περιμέναμε το πλοίο να μας πάει στην Δονούσα. Εγώ, ο κολλητός μου κι ένας Λέοντας.

Δεν ήμουν πολύ καλά. Όχι, καλά δεν το λες. Μα εκείνη τη νύχτα ένιωθα λίγο αισιόδοξος. Στεκόμουν όρθιος στην προβλήτα και χάζευα την Πορτάρα. Ο κολλητός μου με πλησίασε και με ρώτησε:

-Τι σκέφτεσαι;
-Σκέφτομαι όλα τα ηλιοβασιλέματα που δεν έχουμε δει ακόμη!

εκείνος έσκυψε στο αυτί μου:

-Σκέψου και τις χαραυγές που έχεις χάσει...

Τρομοκρατήθηκα. Το χαμόγελό μου έφυγε. Ακούμπησα την φωτογραφική μηχανή στο τσιμέντο και κάθισα κι εγώ δίπλα της.

 Ο Λέοντας τράβηξε αυτή την φωτογραφία.


 Έτσι. Για να χαμογελάμε με αυτά που θα 'ρθουν και να κλαίμε γι' αυτά που χάσαμε.

Κατάλαβες;







Μπαλονένιες Νερόβομβες

"Σοβαρα τωρα ρε φιλε,σαββατο βραδυ.Με τετοιο φεγγαρι.Γινεται το καθισμα του συνοδηγου να ειναι αδειο?"

Τι ωραίο τουί! Είναι μερικά που σου μιλούν προσωπικά. Εκεί τι ριτουί να κάνεις και τι φαβ; Του στέλνεις ντιέμ και τον ρωτάς: "Εσύ τι έχεις κάνει για όοοοοοολες εκείνες τις νύχτες που οδηγούσες μόνος με την θέση του συνοδηγού άδεια;"


Ο Ζορμπάς είχε πει "Κάθε βράδυ που μια γυναίκα κοιμάται μόνη όλο το αντρικό γένος αμαρτάνει." Γενικά ο Καζαντζάκης έχει γράψει πολλές τέτοιες μαλακίες που στην εφηβεία μου με είχαν επηρεάσει παραπάνω απ' όσο θα 'πρεπε. Τελικά. Μα η συγκεκριμένη μαλακία του Ζορμπά κρύβει μέσα της και μια αλήθεια, ε; Κρύβει όμως κι ένα ψέμα: Τι έχουν κάνει όλες αυτές οι φεγγαρόλουστες ώστε να μην κοιμούνται μόνες τα βράδια; Πόσο έχουμε προσπαθήσει κι εμείς οι πορφυρογέννητοι να σκεπάσουμε την θέση του συνοδηγού στα αμάξια μας με τα θεσπέσια οπίσθιά τους; Ε; Τι και πόσο;

Λοιπόν ας μην δείχνουμε με το δάχτυλο, ok; Φταίμε όλοι. Ναι είναι βαρύ και μας παίρνει από κάτω μα σκέψου κι όσους ή όσες έχουν προσπαθήσει αληθινά να ερωτευτούν. Και οι προσπάθειές τους έχουν σκάσει σαν μπαλονένιες νερόβομβες πάνω σε τσιμεντένιους τοίχους. Απλά σκέψου το ρε. Και την επόμενη φορά που σταματήσεις στο φανάρι και γυρίσεις το βλέμμα σου στην άδεια θέση του συνοδηγού μην βουρκώσεις.

 Αν είναι άδεια διότι δεν προσπάθησες καλά να πάθεις,

Αν είναι άδεια διότι τα απαλά σου "θέλω" έσκασαν πάνω σε άκαρδα "φοβάμαι" χαμογέλα.

Έχει ανάψει πράσινο.

Βάλε πρώτη και ξεκίνα.

Προσπάθησες ρε!



what a cat can't do


...φιλενάδα θα μ' είχαν

O φίλος μου ήταν σαφής: "Παράτα ό,τι κάνεις κι έλα". Ε δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο. Τα συνηθισμένα. Ραντεβουδάκι σε μπαράκι. Την συνάντησα με πονηρούς σκοπούς και καταλήξαμε δύο πολύ καλές φιλενάδες. Κάποια στιγμή να μου εξηγήσω πώς το καταφέρνω αυτό. Πάντα όμως.

Ξημερώματα Κυριακής. Πάρτι γενεθλίων κάπου στα Εξάρχεια. Έφτασα στην πολυκατοικία. Από μακριά πρόσεξα μέσα στην είσοδο, πίσω από το τζάμι ένα ζευγάρι να χαμουρεύεται στα σκοτάδια. Πλησίασα. Η ξανθούλα κρατούσε την πόρτα μισάνοιχτη και είχε χταποδιάσει το τυπάκι. Από διακριτικότητα χαμήλωσα το βλέμμα μου κι έσπρωξα απαλά την πόρτα να μπω. Μην τους ενοχλήσω. Καν'τε-δουλειά-σας τύπου.


 Προχώρησα προς τις σκάλες αφήνοντας το ζευγάρι πίσω μου. Άκουσα την ξανθιά να γουργουρίζει λιώμα απ' το ποτό: "Κάτσε λίγο ακόμα μμμχχμρρρμμμ! Μην φεύγεις μμμννιεχχμμμρρρ!". Αχ, έρωτας σκέφτηκα μα αμέσως η σκέψη μου πάγωσε όταν άκουσα την απάντηση του τύπου: "Μωρό μου έχω γραφείο αύριο". Και δεν ήταν οι λέξεις που μ' έκαναν να κοιτάξω πάνω απ' τον ώμο μου μα η χροιά της φωνής. Γυναικεία. Τους κοίταξα. Ήταν δύο κοπέλες. Μια λιάρδα ξανθούλα και μια μελαχρινή φελάχα.

Πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ προχώ. Μερικές φορές πιστεύω πως οι gay φίλοι μου είναι πιο συντηρητικοί κι από 'μένα. Μα άλλο να το λες κι άλλο να το βλέπεις. Ή κάνεις.

Λοιπόν στην αρχή ξαφνιάστηκα. Μετά χαλάρωσα. Ίσως να "ενθουσιάστηκα" και λίγο. Μα είπαμε. Πάνω απ' όλα διακριτικότητα. Επίσης με κοίταξαν και λίγο στραβά. Δεν φοβήθηκα τη μελαχρινή φελάχα που είχε να πάει γραφείο. Την άλλη σκιάχτηκα. Την κομμάτια. Γυάλιζε το μάτι της.


Πήρα το ασανσέρ και χτύπησα το κουδούνι. Οκ, είπα εδώ θα 'ναι πιο γήινα τα πράματα. Μου άνοιξαν. Fuck it. Πεντ' έξι κορίτσια χόρευαν ξυπόλυτα παρέα με ένα milfάκι. Τα ηχεία βαρούσαν κάτι σε Brit Punk. Ουρά στην τουαλέτα που περνούσε μέσα απ' την κουζίνα και κατέληγε στο δίπλα διαμέρισμα.. Τα παπούτσια μου κολλούσαν απ' τα χυμένα ποτά στο πάτωμα. Ιδρωτίλα και καπνός. Παράδεισος!

Το ένστικτο του σωστού party animal με οδήγησε στο μπαρ. Το κακό με το να σκας σε ένα πάρτι πάνω στο peak time είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα στο μπαρ παρά μόνο κρασί. Βρήκα τον φίλο μου και πιάσαμε μια θέση ώστε να παρακολουθούμε τα πάντα πανοραμικά. Είναι μυστήριο συναίσθημα να είσαι sober όταν όλοι οι άλλοι είναι κομμάτια. Πολύ περίεργο. Σου φαίνονται όλα διαφορετικά.

Μα δεν είχα χρόνο να γίνω. Έπρεπε να φύγουμε να συνεχίσουμε τη νύχτα μας αλλού. Εκείνος βγήκε από το διαμέρισμα. Λίγο πριν τον ακολουθήσω συνέβει αυτό: Η εορτάζουσα κατέβρεξε τους πάντες με νερό. Το dance floor έγινε παγοδρόμιο. Τρεις γκόμενες έσκασαν με τον κώλο. Το milfάκι στ' αρχίδια του, συνέχισε να χορεύει. Και οι κοπέλες το ίδιο. Πεσμένες στα πατώματα. Χόρευαν σαν να μην υπάρχει αύριο.

Το αύριο ξημέρωσε. Η μελαχρινή φελάχα πήγε τελικά στο γραφείο της. Άνοιξε το pc της και χάιδεψε τις μελανιές στο λαιμό της. Είδε στο κινητό της ένα μήνυμα: "ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ"


Οι γυναίκες και στα χειρότερα τους είναι μικρές θεές.

Και γυναίκα να 'μουν πάλι γυναίκες θα μ' άρεσαν.

Μα πάλι...

ελιές καλαμών lux: Αυτοί που αγαπάω...

ελιές καλαμών lux: Αυτοί που αγαπάω...: ...δεν το ξέρουν απαραίτητα. Ή μάλλον δεν ξέρουν το πόσο. Είναι κάποιοι άνθρωποι που τους βλέπω και χαίρομαι,έτσι απλά. Που θέλω να είμαι ...

Μπράβο μαλάκα

Δεν ήταν καμιά κούκλα. Όχι, κούκλα δεν τη λες. Ήταν όμως όμορφη. Όσο όμορφη είναι κάθε γυναίκα δηλαδή. Εξ ορισμού.

"Με κοιτάζουν όλοι και νιώθω θεά!" μου εκμυστηρεύτηκε. Κοίταξε τα νύχια της σαν να προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είπε και μετά από λίγο χαμογέλασε. Μάλλον της άρεσε αυτό που είπε. Μάλλον της άρεσαν τα νύχια της. Δεν ξέρω. Είχε κάνει μικρές πεταλουδίτσες σε δυο τρία απ' αυτά. Άραγε τα κορίτσια μεγαλώνουν ποτέ; Θέλουμε να μεγαλώσουν; Δεν ξέρω ρε γαμώ το.



Εγώ κοιτούσα. Δεν ήξερα τι να πω. Έπρεπε να πω κάτι; Ζούσε την στιγμή της. Αν ήξερα τι έπρεπε να κάνω δεν... δεν ξέρω. Είχα επιλέξει να παραμείνω φίλος της. Μα μου άρεσε ακόμα η καριόλα. Ανικανοποίητος. Κοιτούσα την πόρτα κι εκλιπαρούσα να ανοίξει και να μπει μέσα ο κολλητός μου. Να με σώσει από ένα διαφαινόμενο λάθος. Ένα επωαζόμενο λάθος που από στιγμή σε στιγμή θα έσκαγε.

-Εσύ; - με ρώτησε.
-Τι εγώ;
-Εσύ πώς είσαι σήμερα; Τι σκέφτεσαι;

Αναρωτήθηκα μήπως σκεφτόμουν δυνατά. Τι να της έλεγα; Πως λιώνω; Την θέλω πίσω; Το μετάνιωσα; Ξανακοίταξα την πόρτα. Μα που είναι ο μαλάκας!

-Εγώ - κατάφερα να πω. Ξέρεις, είναι από τις προτάσεις που ξεκινάς και δεν ξέρεις πώς θα τελειώσεις.

-Εγώ σκεφτόμουν τις πεταλουδίτσες. Στα νύχια σου. Σου πάνε. Μπράβο ρε.

Μπράβο μαλάκα μου.


Μπράβο.

Χαμένη στάση

Τα βιβλία στα πόδια μου πίεζαν τον καβάλο μου κάθε φορά που το λεωφορείο περνούσε πάνω από μια λακκούβα. Μια γλυκύτατη πρωινή στύση ήταν κάτι που δεν επιθυμούσα εκείνη τη στιγμή. Μα εγώ κι ο αλεπουδίτσος μου ποτέ δεν συγχρονιζόμαστε. Έχει αυτός τις απόψεις του κι εγώ τις δικές μου. Αυτός είχε ορεξούλες, εγώ όμως όχι.

Όπως όρεξη δεν φαινόταν να 'χε και η παιδική μου φίλη που κάθονταν ακριβώς δίπλα μου. Προσπάθησα να της πιάσω κουβέντα μήπως ξεχάσω το πανηγύρι ανάμεσα στα πόδια μου.

-Πώς είσαι σήμερα;
-Κουρασμένη.
-Μα πριν λίγο ξύπνησες. Γιατί είσαι κουρασμένη;

-Πρέπει να καθαρίσω. Και η ιδέα μόνο με κουράζει.
-Το σπίτι σου; Θα κάνεις γενική;
-Τα ηφαίστεια.

Κοιτούσε μπροστά της, σοβαρή κι ασάλευτη. Ποια ηφαίστεια; Ίσως ήθελε να το βουλώσω και μου 'λεγε μαλακίες. Κοίταξα ξανά το φούσκωμα στο παντελόνι μου. Έπρεπε να συνεχίσω την συζήτηση.

-Ξέρεις, χτες στα Εξάρχεια...

-Δε μπορείς να φανταστείς πόσο απαιτητικά γίνονται τα τριαντάφυλλα ώρες, ώρες. - με διέκοψε απότομα.
-Λίνα είσαι καλά;
-Όχι, χρειάζομαι ένα ταξίδι.
-Αυτό που χρειάζεσαι λοιπόν είναι ένα διαβατήριο και...
-...Και μια απόχη.
-Απόχη;
-Κι έναν κομήτη.

Σηκώθηκε και πάτησε το κουμπάκι. Το λεωφορείο σταμάτησε. Οι πόρτες άνοιξαν κι έκανε να κατέβει. Στάθηκε μια στιγμή, γύρισε το κεφάλι της σε 'μενα.

-Επίσης μην εμπιστεύεσαι ποτέ τις αλεπούδες...

Κοίταξε τα βιβλία στα πόδια μου. Χαμογέλασε και κατέβηκε στην στάση της.

Στο άδειο της κάθισμα είχε ξεχάσει ένα λευκό βιβλίο. "Ο μικρός Πρίγκιπας".



Εκείνο το βράδυ πήγα σπίτι της.

Ξέρεις.

Να της επιστρέψω το βιβλίο της.

Επίσης έχασα την στύση μου.

ΣΤΑΣΗ ΜΟΥ! Έχασα την στάση μου.

ο φαροφυλακας και οι ενοχες του


the manual


μεινε οπως εισαι


χρυσοψαρα


το Λιανοκλαδι


ένα μήνυμα για καλημέρα.

O μεγαλόσωμος Tauren έκανε ένα δειλό βήμα μέσα στον στάβλο. Η ξύλινη πόρτα στρίγκλισε πίσω του καθώς έκλεινε. Στάθηκε. Γέμισε τα ρουθούνια του άπληστα με τον μουχλιασμένο αέρα. Αφουγκράστηκε τις κρεμασμένες αλυσίδες να λικνίζονται από τον άνεμο που γέμιζε τον χώρο μέσα απ' τις σακατεμένες σανίδες των τοίχων. Απ' τις ίδιες σανίδες λιγοστό αρρωστημένο φως έλουζε τις πελώριες πλάτες του αφήνοντας  το παραμορφωμένο πρόσωπό του κρυμμένο στο σκοτάδι.

Σκέφτηκε πως ήταν μονάχος του. Χαλάρωσε τις χούφτες του γύρω απ' το αιματοβαμμένο τσεκούρι του κι έσυρε τις οπλές του στο χωμάτινο έδαφος. Πλησίασε το σεντούκι. Γονάτισε κι έκανε να το ανοίξει.

Θυμήθηκε πως η τύχη ήταν πάντα με το μέρος του. Θυμήθηκε πως τα κορίτσια πίσω στο χωριό του ξαφνικά γίνονται πολύ πρόθυμα  όταν κάποιος πετά λίγα χάλκινα νομίσματα πάνω στα φουστάνια τους. Θυμήθηκε επίσης πως μαζί με την τύχη είχε συνοδοιπόρο στη ζωή του και την απληστία...




Κι ακριβώς αυτή η σκέψη ήταν που έκανε το αριστερό του χέρι να μην αγγίξει το σεντούκι και το δεξι του να ξανασφίξει το τσεκούρι του. Μα ένα τόσο μεγάλο τσεκούρι χρειάζεται δύο χέρια. Δεν πρόλαβε...

Η πρώτη μαχαιριά τρύπησε τον πνεύμονά του. Απ' την πληγή σφύριξε αέρας. Η δεύτερη έσκισε το μηρό του και η τρίτη του χάρισε έναν οξύ πόνο στην ωμοπλάτη. Μαζί με τις κατάρες του έφτυσε και το σκούρο του αίμα. Πρσπάθησε να σηκωθεί. Είδε τον Ιππότη. Πρόλαβε να δει και το χλωμό Ξωτικό. Μα που βρισκόταν ο τρίτος εισβολέας; Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιώθηκαν. Έκανε να σηκώσει το τσεκούρι. Δε μπόρεσε να κουνήσει τα χέρια του. Γιατί; Δηλητήριο. Ο τρίτος επισκέπτης είχε καταφέρει ένα χτύπημα με δηλητηριασμένο όπλο. "Rogue" σκέφτηκε και κατάπιε μια γουλιά αίμα και φλέγμα που γέμισε το στόμα του.


Η δεύτερη επίθεση δεν άργησε, το ξίφος του Παλλαδινού Ιππότη έσκισε το μάγουλό του, τα στιλέτα του Ξωτικού άφησαν τα λευκά του χέρια και καρφώθηκαν στο στέρνο του Tauren. Γονάτισε. Το τσεκούρι γλίστρησε απ' το χέρι του. Πέθαινε. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδε μέσα στο μυαλό του  τα κορίτσια του χωριού του να του πετούν τα χάλκινα νομίσματα στη μούρη. Να του γυρνούν τις πλάτες τους και να φεύγουν. Όπως τώρα έφευγε και η τελευταία του πνοή μέσα απ' το στόμα του.

Είδε όμως και την σκοτεινή φιγούρα ενός ανθρώπου να στέκεται ψηλά σε ένα δοκάρι και να τον παρατηρεί. Κι αυτό δεν ήταν όραμα. Ήταν πραγματικότητα. Το σπαθί του έσταζε έναν πράσινο χυμό. Ήταν ο Rogue. "Περιμέναμε να 'ταν πιο δύσκολο μα τελικά ένα σεντούκι έκανε την δουλειά του" είπε. Ο Tauren ήταν νεκρός.

Πέρασαν λίγα λεπτά. Το πνεύμα του επέστρεψε στον στάβλο. Αναζήτησε το σώμα του. Εκείνο σηκώθηκε. Ήταν πάλι ζωντανός. Διψούσε για εκδίκηση. Έκανε να ψάξει εκείνους που τον ατίμωσαν. Μα σκέφτηκε το σεντούκι. Έσκυψε να το ανοίξει. Το ξίφος του Παλλαδινού του 'σπασε την κλείδα. Τα στιλέτα του Ξωτικού καρφώθηκαν στο λαιμό του. Ο Rogue διαπέρασε την κοιλιά του με το σπαθί του. Ξανάπεσε νεκρός.




Το πνεύμα του ξαναμπήκε στον στάβλο. Έσκυψε να ανοίξει το σεντούκι. "Οκέι" σκέφτηκε "Θα έχουν βαρεθεί και θα έχουν φύγ..." ο Παλλαδινός του έκοψε το κεφάλι. Το Ξωτικό το πήρε στα πόδια του και ντρίμπλαρε τον Rogue. Εκείνος κατουρήθηκε στα γέλια.

Τρίτη φορά το ίδιο σκηνικό.

Τέταρτη φορά. Πρόλαβε να φωνάξει: "Κατσε παιδιά μισό!" πριν ξαναπέσει νεκρός στο χώμα.

Πέμπτη φορά πρέπει να τους ευχαρίστησε.

Την έκτη φορά ξύπνησα από τα γέλια. Συνήθως ξυπνάω από τα κλάματα μα εκείνο το πρωινό όχι. Σηκώθηκα και κοίταξα το κινητό μου. Δε μου είχε στείλει ακόμη μήνυμα. Ένα καλημέρα έστω. Στεναχωρήθηκα. Ξανάπεσα στο κρεβάτι μου. Ανυπομονούσα να δω τον Tauren να σφαγιάζεται για έβδομη φορά.

Τελικά της έστειλα εγώ μήνυμα.

Ξανά...

trust



communication


bar toilet


careful what you ask


location location location


30 crisis


seeking


fear of commitment


on the same boat


want vs have


the mask-a-tear


i c me in u


miss match