ένα μήνυμα για καλημέρα.

O μεγαλόσωμος Tauren έκανε ένα δειλό βήμα μέσα στον στάβλο. Η ξύλινη πόρτα στρίγκλισε πίσω του καθώς έκλεινε. Στάθηκε. Γέμισε τα ρουθούνια του άπληστα με τον μουχλιασμένο αέρα. Αφουγκράστηκε τις κρεμασμένες αλυσίδες να λικνίζονται από τον άνεμο που γέμιζε τον χώρο μέσα απ' τις σακατεμένες σανίδες των τοίχων. Απ' τις ίδιες σανίδες λιγοστό αρρωστημένο φως έλουζε τις πελώριες πλάτες του αφήνοντας  το παραμορφωμένο πρόσωπό του κρυμμένο στο σκοτάδι.

Σκέφτηκε πως ήταν μονάχος του. Χαλάρωσε τις χούφτες του γύρω απ' το αιματοβαμμένο τσεκούρι του κι έσυρε τις οπλές του στο χωμάτινο έδαφος. Πλησίασε το σεντούκι. Γονάτισε κι έκανε να το ανοίξει.

Θυμήθηκε πως η τύχη ήταν πάντα με το μέρος του. Θυμήθηκε πως τα κορίτσια πίσω στο χωριό του ξαφνικά γίνονται πολύ πρόθυμα  όταν κάποιος πετά λίγα χάλκινα νομίσματα πάνω στα φουστάνια τους. Θυμήθηκε επίσης πως μαζί με την τύχη είχε συνοδοιπόρο στη ζωή του και την απληστία...




Κι ακριβώς αυτή η σκέψη ήταν που έκανε το αριστερό του χέρι να μην αγγίξει το σεντούκι και το δεξι του να ξανασφίξει το τσεκούρι του. Μα ένα τόσο μεγάλο τσεκούρι χρειάζεται δύο χέρια. Δεν πρόλαβε...

Η πρώτη μαχαιριά τρύπησε τον πνεύμονά του. Απ' την πληγή σφύριξε αέρας. Η δεύτερη έσκισε το μηρό του και η τρίτη του χάρισε έναν οξύ πόνο στην ωμοπλάτη. Μαζί με τις κατάρες του έφτυσε και το σκούρο του αίμα. Πρσπάθησε να σηκωθεί. Είδε τον Ιππότη. Πρόλαβε να δει και το χλωμό Ξωτικό. Μα που βρισκόταν ο τρίτος εισβολέας; Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιώθηκαν. Έκανε να σηκώσει το τσεκούρι. Δε μπόρεσε να κουνήσει τα χέρια του. Γιατί; Δηλητήριο. Ο τρίτος επισκέπτης είχε καταφέρει ένα χτύπημα με δηλητηριασμένο όπλο. "Rogue" σκέφτηκε και κατάπιε μια γουλιά αίμα και φλέγμα που γέμισε το στόμα του.


Η δεύτερη επίθεση δεν άργησε, το ξίφος του Παλλαδινού Ιππότη έσκισε το μάγουλό του, τα στιλέτα του Ξωτικού άφησαν τα λευκά του χέρια και καρφώθηκαν στο στέρνο του Tauren. Γονάτισε. Το τσεκούρι γλίστρησε απ' το χέρι του. Πέθαινε. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδε μέσα στο μυαλό του  τα κορίτσια του χωριού του να του πετούν τα χάλκινα νομίσματα στη μούρη. Να του γυρνούν τις πλάτες τους και να φεύγουν. Όπως τώρα έφευγε και η τελευταία του πνοή μέσα απ' το στόμα του.

Είδε όμως και την σκοτεινή φιγούρα ενός ανθρώπου να στέκεται ψηλά σε ένα δοκάρι και να τον παρατηρεί. Κι αυτό δεν ήταν όραμα. Ήταν πραγματικότητα. Το σπαθί του έσταζε έναν πράσινο χυμό. Ήταν ο Rogue. "Περιμέναμε να 'ταν πιο δύσκολο μα τελικά ένα σεντούκι έκανε την δουλειά του" είπε. Ο Tauren ήταν νεκρός.

Πέρασαν λίγα λεπτά. Το πνεύμα του επέστρεψε στον στάβλο. Αναζήτησε το σώμα του. Εκείνο σηκώθηκε. Ήταν πάλι ζωντανός. Διψούσε για εκδίκηση. Έκανε να ψάξει εκείνους που τον ατίμωσαν. Μα σκέφτηκε το σεντούκι. Έσκυψε να το ανοίξει. Το ξίφος του Παλλαδινού του 'σπασε την κλείδα. Τα στιλέτα του Ξωτικού καρφώθηκαν στο λαιμό του. Ο Rogue διαπέρασε την κοιλιά του με το σπαθί του. Ξανάπεσε νεκρός.




Το πνεύμα του ξαναμπήκε στον στάβλο. Έσκυψε να ανοίξει το σεντούκι. "Οκέι" σκέφτηκε "Θα έχουν βαρεθεί και θα έχουν φύγ..." ο Παλλαδινός του έκοψε το κεφάλι. Το Ξωτικό το πήρε στα πόδια του και ντρίμπλαρε τον Rogue. Εκείνος κατουρήθηκε στα γέλια.

Τρίτη φορά το ίδιο σκηνικό.

Τέταρτη φορά. Πρόλαβε να φωνάξει: "Κατσε παιδιά μισό!" πριν ξαναπέσει νεκρός στο χώμα.

Πέμπτη φορά πρέπει να τους ευχαρίστησε.

Την έκτη φορά ξύπνησα από τα γέλια. Συνήθως ξυπνάω από τα κλάματα μα εκείνο το πρωινό όχι. Σηκώθηκα και κοίταξα το κινητό μου. Δε μου είχε στείλει ακόμη μήνυμα. Ένα καλημέρα έστω. Στεναχωρήθηκα. Ξανάπεσα στο κρεβάτι μου. Ανυπομονούσα να δω τον Tauren να σφαγιάζεται για έβδομη φορά.

Τελικά της έστειλα εγώ μήνυμα.

Ξανά...

3 σχόλια:

  1. η αξιοπρεπεια του ξεκινουσε απο το ενα κερατο και τελειωνε στο αλλο. οπως και η δικη μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. μην το υποτιμάς το κέρατο, μερικά μπορεί να σε φέρουν και στα ίσια σου. αν είναι γεμάτα. όπως αυτό...

    http://www.steveonsteins.com/wp-content/uploads/2010/05/CEREMONIUAL-DRINKING-HORN-1817-JOHAN-PAUES-COLLECTION-STOCKHOM.jpg

    ΑπάντησηΔιαγραφή