Ίσως Κάποτε

Ο Ίσως στέκονταν στον βράχο. Κοίταξε την κοιλάδα που κάποτε ήταν το σπίτι του. Σπίτι της οικογένειάς του, της φυλής του. Ένιωσε τον ζεστό γρανίτη κάτω απ' τα πέλματά του. Ένιωσε τον άνεμο να χαϊδεύει τα μαλλιά του. Να τραμπαλίζει ολόχρυσα λόιδα έτσι όπως χόρευαν τα κλαδιά του αγαπημένου του δέντρου κάτω στην κοιλάδα όταν ήταν μικρό παιδί. Κάποτε.

Έφερνε στο νου του την χαμένη του πατρίδα, εκεί όπου έμαθε να αγαπά, να προσφέρει, να νοιάζεται, να δίνεται. Και τώρα πάνω στον βράχο. Που του έμαθε να υποτάσσεται, να υπομένει, να μισεί, να καταπίνει.

Δειλινό. Το κοκκινωπό φως ενός βυθιζόμενου ηλίου καίει τα μελιά του μάτια. Καταπίνει λαίμαργα ψήγματα ευτυχίας που κάποτε ήταν ολάκερα δική του.

Η Κάποτε σκαρφάλωσε τον βράχο και στάθηκε δίπλα του. Δεν του μίλησε. Είχε περάσει αρκετός καιρός απ' την τελευταία φορά που αντάλλαξαν κουβέντα. Ο Ίσως δεν της έδωσε σημασία. ίσως δεν την αντιλήφθηκε. Εκείνη δεν τον ενόχλησε, είχε σταματήσει να τον ενοχλεί. Δε μπορούσε να τον μεταπείσει. Ήταν πια αποφασισμένος.

-Καν' το -του είπε.
-Μμμμ;...
-Τι περιμένεις; Καν' το. Κατέβα τον βράχο και τρέχα.
-Μμμμ... Ίσως δε με ξαναδείς.
-Κάποτε θα σε ξαναδώ.
-Εσύ τι θα κάνεις;
-Αυτό που ξέρω καλύτερα να κάνω.
-Τι; Πες.
-Θα σε ακολουθήσω.



Ο Ίσως κατέβηκε τον βράχο. Έτρεξε.

"Τρέχα καρδιά μου στα εκεί που αγαπάς κι όχι μακριά τους. Τρέχα όπως δεν έτρεξες ποτέ σου. Τρέχα κι εσύ μυαλό μου πιο μπροστά απ' το εγώ μου. Προπομπός της ματωμένης μοίρας που τους φέρνει δώρο το μαχαίρι μου."

"Σε αυτούς που 'κλεψαν την χώρα μου και μαγαρίζουν τα χώματα της με την βδελυρή παρουσία τους. Αυτούς που με άδειασαν από δάκρυα, σκέψεις, έρωτα και λέξεις. Τι έχει, μυαλό μου, κανείς να χάσει εάν δεν έχει τίποτα να χάσει;"

Κι ο νους του έτρεξε μπροστά, βαθιά μέσα στην κοιλάδα και είδε τον κατακτητή κάτω απ' το αγαπημένο του δέντρο να απολαμβάνει της τελευταίες απογευματινές ηλιαχτίδες. Τις ηλιαχτίδες του Ίσως.

Έτρεξε. Τα χρυσά του μαλλιά τινάζονταν σε κάθε δρασκέλισμα. Μύξα, δάκρυα και ιδρώτας γέμισαν το πρόσωπό του. Έτρεξε. Μπροστά του ένας μενεξεδής ουρανός και η σκούρα σιλουέτα μιας οροσειράς. Και μια μαύρη κουκκίδα που λεπτό με το λεπτό εκείνη μεγάλωνε κι αποκτούσε μορφή όπως το έμβρυο στη μήτρα μιας γυναίκας. Στην αρχή μια κουκκίδα, μετά ένας κορμός και δύο κλαδιά. Και τρία. Και τέσσερα. Γεννήθηκε εμπρός στα μάτια του το αγαπημένο του δέντρο. Πλησίαζε.



Κάτω απ' το δέντρο γκριζωπά κορμιά ξεκουράζονταν. Βολεμένοι από ώρα περίμενα την ραστώνη της θερινής νύκτας να τους ντύσει όνειρα. Δύο σκοποί παράμερα πάσχιζαν να κρατήσουν τα βλέφαρά τους ανοικτά. Ο ένας πρόλαβε να ακούσει τον αέρα που έσχισε για μια στιγμή το μαχαίρι λίγο πριν βυθιστεί στην ωμοπλάτη του. Ο άλλος πρόλαβε να κραυγάσει πριν το ίδιο το μαχαίρι του κόψει την καρωτίδα.

Ζεστό αίμα έβρεξε τον αρμό του Ίσως. Οι υπόλοιποι ξύπνησαν. Δύο βρήκαν θάνατο πριν καν σηκωθούν όρθιοι. Κάποιος όρμηξε στις πλάτες του. Ένας άλλος στον κορμό του. Τον έριξαν στην γη. Τα σώματά τους σήκωσαν σκόνη.

Ο Ίσως έμπηξε το μαχαίρι του στον θώρακα του ενός. Απ' την πληγή σφύριξε αέρας. Τον άρπαξε απ' τα μαλλιά και τράβηξε προς τα πίσω το κεφάλι του. Βούτηξε τη μούρη του στην βάση του λαιμού του. Του 'σκισε τους τένοντες και του 'σπασε την κλείδα. Μέχρι να ξεψυχήσει ο σύντροφός του είχε καταφέρει επτά κτυπήματα στις πλάτες του Ίσως. Εκείνος τον τίναξε από πάνω του. Σηκώθηκε όρθιος και το κόκκινο υγρό έτρεξε προς τη μέση του και τους γλουτούς του. Και πιο χαμηλά τους μηρούς του. Τον έντυσε όπως μια κόκκινη χλαμύδα ντύνει βασιλιάδες. Όπως τελικά αρμόζει σε έναν πορφυρογέννητο.


Ο γκριζωπός εχθρός σηκώθηκε κι εκείνος. Έφτυσε βρισιές και κατάρες. Πέταξε το μαχαίρι κι έτρεξε μακριά. Χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύκτας.

Ο Ίσως χαμογέλασε. 'Ενιωθε όμορφα ύστερα από πολύ καιρό. Κάθισε κάτω απ' το δέντρο του. Ακούμπησε την πληγωμένη πλάτη του στον κορμό του δέντρου και την έτριψε στην άγρια φλούδα του να νιώσει τον πόνο καλύτερα. Ήταν ευτυχισμένος. Αποκοιμήθηκε.

Την αυγή άνοιξε με κόπο τα μάτια του. Δεν ένιωθε το σώμα του. Ανέπνεε; Ίσως ναι, ίσως όχι. Κρύωνε. Πέθαινε.

Μπροστά του στέκονταν η Κάποτε και πιο πίσω της τα παιδιά τους. Και οι γονείς του. Και οι φίλοι του. Και γνωστοί. Και άγνωστοι. Όλη η φυλή του Ίσως. Εκείνος την κοίταξε γλυκά και της μίλησε:

-Είδες; Το 'κανα!
-Ναι.
-Κοίτα! Το δέντρο ε; Είδες ε; Το δέντρο! Κοίτα, να! Η πατρίδα μας ε; Ξανά δική μας!
-Ναι, ξανά δική μας. Γιατί δεν προσπαθείς τώρα να κοιμηθείς λιγάκι; Να ξεκουραστείς;
-Το δέντρο μας ε; Ξανά δικό μας ε;
-Κλείσε τα μάτια σου και κοιμίσου.
-Ναι...
-Έλα...
-Να τα κλείσω...
-Κλεισ' τα...
...
-Θα σε ξαναδώ κάποτε;
-Ίσως...

Τα υπόλοιπα λιοντάρια πλησίασαν. Πρώτα οι λέαινες και πίσω τα κουτάβια.

Σχημάτισαν ένα ημικύκλιο γύρω απ' τον νεκρό λέοντα.

Τον αρχηγό της αγέλης τους.

Ολόγυρά του οι νεκρές ύαινες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου