Ομήρου Αιδοιάδα

Στο σχολείο βαριόμουν. Βαριόμουνα συνέχεια. Άντε να τεντωθεί λίγο η Μίνα να πάρω μάτι το στήθος της (το λέω στήθος κι όχι βυζιά διότι διαβάζουν και κιουριες ((πολύ καταπίεση όμως ε;)) μόλις έκανα παρένθεση μέσα στην παρένθεση;), άντε να της πέσει το στυλό της Δέσποινας να σκύψει να δω το σλόγκι της, να φυσήξει απ' το παράθυρο να σηκωθεί η κυρία Οικονόμου στις μύτες των ποδιών της να το κλείσει να δω την κοιλίτσα της.

Κάπως έτσι περνούσε η ώρα. Έτσι και ζωγραφίζοντας στο θρανίο. 'Ο,τι να 'ναι. Θυμάμαι όταν κάναμε Ομήρου Ιλιάδα ένιωθα emo πολύ πριν γίνουν της μοδός. Ήθελα να κόψω τις φλέβες μου με τον χάρακα ακούγοντας Smiths. Τι; Δεν είναι emo οι Smiths;...

Στο θρανίο λοιπόν εκείνη την εποχή είχα ζωγραφίσει μια επικών διαστάσεων μα αμφιβόλου ποιότητος σκηνή μάχης όπου οι Αχαιοί ήταν πέη και οι Τρώες αιδοία. Αντί για δόρατα οι Αχαιοί εκσφενδόνιζαν σπέρμα και οι Τρώες Durex. Ναι, στην εποχή μου το δημοφιλέστερο μέσο αντισύλληψης ήταν οι καπότες. Σήμερα εσείς οι νέοι έχετε τουίτερ, Παντελίδη και Όλγα Τρέμη.

Ε, τέλος πάντων, είχε πολύ πλάκα αν και η κυρία Οικονόμου δεν το 'βρισκε καθόλου αστείο όσο κι αν προσπαθούσα να της εξηγήσω ότι τελικά ο Έκτορας με τη μορφή τριχωτού αιδοίου κι ο Αχιλλέας με τη μορφή ντούρου πέους κάτω απ' τα τείχη της Τροίας είχαν νόημα:

(Αχιλλέας) - Κατέβα ρε μ0#νί αν είσαι άντρας!
(Πρίαμος) - Τι φωνάζετε κύριε μεσημεριάτικο; Κοιμούνται!
(Αχιλλέας) - Δε μιλάω σε 'σενα ρε γεροντόμ0#νο, Στο άλλο μ0#νί μιλάω, τον γιο σου! Πες του να κατέβει να τον σκίσω!
(Έκτορας) - Θα μου κλάσεις την Τροία ρε στρατόκαυλε!

Ε, τα υπόλοιπα είναι γνωστά απ' την ιστορία να μην τα επαναλάβουμε. Το 'σκισε το μ0#νί ο Αχιλλέας, το τσουρτσουρομάδησε, το 'δεσε στον κοτσαδόρο της άμαξας - impreza και το 'συρε ως το free camping των Αχαιών στο κακό του το χάλι, μαδημένο, λασπωμένο, μαραμένο.

Με δέος λοιπόν διαπιστώνουμε πως πολλές εκφράσεις την νεοελληνικής γλώσσας έχουν τις ρίζες τους στο ένδοξο παρελθόν του γένους μας όπως: έγινα μ0#νί, μαδημένο μ0#νί, μαραμένο μ0#νί, κλαμένο μ0#νί, μ0#νί της λάσπης, μ0#νί καπέλο κτλ.

Ρυμουλκούμενος λοιπόν ο Έκτορας μ0#νί από τον σκίστη Αχιλλέα άφηνε πάνω στο χώμα γραμμές. Ο Αχιλλέας για να τρολάρει τον Πρίαμο έγραψε με το σώμα του γιου του στη γη μπροστά απ' τα τείχη της Τροίας τους πρώτους στίχους του ποιήματος του Ομήρου:


Με καλλιγραφικά γράμματα.

Ε, κι έτσι βγήκε το "μ0#νί καλλιγραφία".

οποποποπ

"Κύριε Γεωργίου η απόδοσή σας έχει φτάσει στο ναδίρ. Είστε μονίμως αφηρημένος. Πασχίζω να βρω ένα μονάχα λόγο να σας κρατήσω στην εταιρεία μου."

Πάσχιζε και η κρέπα να χωρέσει στο στόμα του ευτραφούς αφεντικού του καθώς τον κατσάδιαζε για πολλοστή φορά. Ο κος Γεωργίου χαιρέτησε, βγήκε απ' το γραφείο του διευθυντή, πήρε το σακάκι του, στάθηκε μπροστά απ' το ρολόι: Πέντε και πενήντα εννέα και πενήντα δεπτερόλεπτα. Πέντε και πενήντα εννέα και πενήντα πέντε δεπτερόλεπτα. Εξι ακριβώς. Σχόλασε.

Κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Σταμάτησε στην ρεσεψιόν:

-Καλό Σαββατοκύριακο κυρία Λεκάκη.
-Καλό Σαββατοκύριακο κύριε Γεωργίου...



Στον δρόμο για το σπίτι του κοντοστάθηκε έξω από ένα pet shop. Είδε το είδωλό του στην βιτρίνα. Κοντά περιποιημένα μαλλιά, μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια, λεία επιδερμίδα, έντονα ζυγωματικά, λεπτά χείλη. Φαινόταν τόσο κουρασμένος. Χαμένος. Άδειος. Μπήκε στο pet shop με την ίδια ενοχή που θα 'νιωθε κι ένας Καθολικός μπαίνοντας σε ένα strip club. Σχεδόν μηχανικά και χωρίς σκέψη αγόρασε μια γυάλα με ένα μικρό χρυσόψαρο.

Έφτασε σπίτι του και ακούμπησε την γυάλα πάνω στην σιφονιέρα μπροστά απ' τον μεγάλο καθρέπτη. Την κοίταξε. Άπλωσε το χέρι του και την έσπρωξε λιγάκι προς τα δεξιά να κάτσει στο κέντρο του επίπλου. Την ξανακοίταξε. Έβγαλε το λινό του μαντήλι και σκούπισε την δαχτυλιά του πάνω απ' το γυαλί. Πήγε να κοιμηθεί.




Κάθε πρωί ο κος Γεωργίου αφού ετοιμαζόταν στεκόταν μπροστά από την γυάλα, κοιτούσε το χρυσόψαρο, του 'λεγε αντίο, περίμενε επτά δεπτερόλεπτα κι έφευγε. Τα μεσημέρια το τάιζε. Μια φορά την εβδομάδα άλλαζε το νερό του.

Με τον καιρό το χρυσόψαρο ξεθάρρεψε. Του 'λεγε αντίο ο κος Γεωργίου κι εκείνο ανταπέδιδε. Ο κος Γεωργίου δεν το τάιζε πια ανέκφραστος. Που και που χαμογελούσε. Εκείνο ανοιγόκλεινε μονίμως το στόμα του σαν να τον κορόιδευε: οποποποποποποπ...

Ο κος Γεωργίου αργότερα επέτρεψε στον εαυτό του  να γελά με την καρδιά του με τις αντιδράσεις του μικρού του φίλου. Σιγά σιγά του μιλούσε όλο και πιο πολύ. Του 'λεγε πως πάντα ζεσταίνει δύο λωρίδες μπέικον στον φούρνο μικροκυμάτων δύο λεπτά και πέντε δεπτερόλεπτα και πως κρατά τον χρόνο με το ρολόι του διότι το ρολόι του φούρνου έχει χαλάσει και πως ποτέ δεν τον αφήνει να ολοκληρώσει κι ανοίγει το πορτάκι πέντε δεπτερόλεπτα νωρίτερα.

Του είπε για την δουλειά του. Για το γλοιώδες αφεντικό του. Του είπε για την κυρία Λεκάκη στην γραμματεία.

Γενικά του μιλούσε. Μα κι εκείνο λαλίστατο: οποποποποποποπ...



Ένα μεσημέρι ο κος Γεωργίου έφτασε στο σπίτι του. Στάθηκε μπροστά στην γυάλα. Το χρυσόψαρο τον καλωσόρισε. Ο κος Γεωργίου δεν χαμογέλασε. Το αφεντικό του τον είχε απολύσει.

"Τι κοιτάς; Εσύ νομίζεις είσαι καλύτερο; Νομίζεις ότι κάτι καταφέρνεις στη ζωή σου; Είσαι, είσαι, είσαι κλεισμένο σε μια γυάλα, είσαι και το μόνο που ξέρεις να λες είναι "οποποποποπ"... Μέχρι και το φαΐ σου έτοιμο το έχεις. Ποιος σου δίνει το δικαίωμα να, να, να, να, με κρίνεις;"

Ο κος Γεωργίου τώρα φώναζε:

"Έχω βαρεθεί να βλέπω την ηλίθια φάτσα σου! Συνέχεια ανέκφραστο! Συνέχεια βαρετό! Συνέχεια το το το το ίδιο συνέχεια! Σε έχω σιχαθεί!"

Ο κος Γεωργίου σήκωσε το χέρι του κι έριξε την γυάλα κάτω. Έσπασε. Το χρυσόψαρο σπαρτάρισε στο πάτωμα. Εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε απ' το διαμέρισμά του κόκκινος απ' τον θυμό του.

18:22:33 - Ο κος Γεωργίου πατούσε το κουμπί της στάσης του λεωφορείου. Οι πόρτες άνοιξαν. Πέρασε στην είσοδο της εταιρείας που εργάζονταν.

18:25:34 - Ο κος Γεωργίου άνοιγε την πόρτα του πρώην αφεντικού του την ώρα που εκείνος πάσχιζε να χωρέσει μια μηλόπιτα στο στόμα του.

18:31:36 - Ο κος Γεωργίου είχε ρίξει το πρώην αφεντικό του στο πάτωμα και πίεζε με την βάση της παλάμης του την μηλόπιτα μέσα στο στόμα του κρατώντας φυσικά με το άλλο χέρι τη μύτη του κλειστή.



18:35:02 - Ο κος Γεωργίου στέκονταν μπροστά απ' το γραφείο της κας Λεκάκη. Την έπιασε απ' τα μπράτσα, την σήκωσε και την πέταξε στο γραφείο της. Έχωσε τα δάκτυλά του στα μαλλιά της και την κοίταξε στα μάτια.

18:35:21 - Ο κος Γεωργίου ανέπνεε με έντονο ρυθμό απ' τη μύτη του καθώς φιλούσε την κα Λεκάκη η οποία τώρα είχε σταματήσει να αντιστέκεται και κρατούσε κόντρα με τα δυο της χέρια πάνω απ' το κεφάλι της την άκρη του γραφείου της.

18:40:11 - Ο κος Γεωργίου σταμάτησε να φιλά την κα Λεκάκη. Πήρε ένα post-it, έγραψε το νούμερό του και το κόλλησε στο κούτελό της.



18:46:59 - Ο κος Γεωργίου περπατούσε στον δρόμο με βηματισμό σταθερό, ρυθμικό, σχεδόν χορευτικό. Χαμογελούσε.

Έφτασε στο σπίτι του. Άνοιξε την πόρτα. Στάθηκε μπροστά απ' την σιφονιέρα. Κοίταξε στο πάτωμα. Δεν είδε το χρυσόψαρο πουθενά. Ούτε τα κομμάτια της γυάλας. Έσκυψε. Παντού σκόρπια θραύσματα ενός καθρέπτη. Καθρέπτη;

Ξανασηκώθηκε. Κοίταξε τον καθρέπτη πάνω απ' την σιφονιέρα.

Τον σπασμένο καθρέπτη πάνω απ' την σιφονιέρα.

Πάνω στα κρεμασμένα κομμάτια του είδε το είδωλό του.

"Γεια σου, Μιχάλη", του είπε.

"Οποποποπ...", απάντησε το είδωλο.

τρεις λουόμενες στις Τρεις Γέφυρες


Σταματημένος στο φανάρι στις Τρεις Γέφυρες, πρώτος στη σειρά, βροχή, κίνηση (πάνε πακέτο όπως βροχή-σαλιγκάρια, βροχή-μαλλί Diane Ross, βροχή-μανα κάνει το ισόγειο ταράτσα σε 00:12'' να μαζέψει τα απλωμένα κτλ) και κοιτώ έξω απ' το παράθυρο στην διαχωριστική νησίδα. Τρία περιστέρια τριβόντουσαν στα βρεμένα πλακάκια κι άνοιγαν τις φτερούγες τους όπως εμείς σηκώνουμε τα χέρια μας να τριφτουμε όταν κάνουμε μπάνιο. Είχε πολύ πλάκα.

Οι από πίσω μου δεν το βρήκαν τόσο αστείο. Έχασα τo πράσινο.

η τρύπα

Κάποτε δυο μικροί φίλοι έπαιζαν στο δάσος με το μπαλωμένο, γαλάζιο τόπι τους. Κλωτσιά στην κλωτσιά το παιχνίδι τους έπεσε σε μια μεγάλη μαύρη τρύπα. Τα δυο παιδιά στάθηκαν από πάνω της και κοίταξαν μα πουθενά το τόπι. Μόνο το μαύρο σκοτάδι της τρύπας.

Σκέφτηκαν να μπουν μέσα μα για να σιγουρευτούν για το βάθος της αποφάσισαν να ρίξουν κάτι να ακούσουν τον γδούπο. O μικρότερος έβγαλε απ' την τσέπη του το κολατσιό του, ένα τοστ με αντζούγια, μαρούλι και ντομάτα. Την σιχαινόταν την αντζούγια. Το έριξε στην τρύπα. Περίμεναν, περίμεναν μα δεν ακούστηκε τίποτα. Μετά έριξαν μια πέτρα. Περίμεναν, περίμεναν μα πάλι τίποτα. Έριξαν μια πιο μεγάλη πέτρα. Τίποτα. Μετά μια πιο μεγάλη. Και ξανά. Ξανά. Ξανά.


Ό,τι κι αν έριχναν στην τρύπα δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος απ' τον πάτο της. Εκείνο το απόγευμα τα παιδιά έχασαν το μπαλωμένο, γαλάζιο τόπι τους μα βρήκαν ένα νέο παιχνίδι, την αχόρταγη τρύπα. Και κάθε απόγευμα που ακολούθησε συναντιόντουσαν στο δάσος και πετούσαν μέσα στην τρύπα τα πάντα. Ακόμη και τα σκουπίδια που τους έδιναν οι μανάδες τους δεν τα πετούσαν στους κάδους μα μέσα στην τρύπα. Μάλιστα για να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους τις Κυριακές ζητούσαν τις σακούλες σκουπιδιών από την γειτονιά τους και τις πετούσαν στην τρύπα.

Οι δύο φίλοι μεγάλωσαν και με τις οικονομίες τους αγόρασαν το οικόπεδο που κάποτε ήταν δάσος και αποφάσισαν να βγάλουν άδεια λειτουργίας χωματερής. Ερχόντουσαν λοιπόν τα σκουπιδιάρικα και ξεφόρτωναν τα σκουπίδια τους στην τρύπα τους. Δύο, πέντε, δέκα σκουπιδιάρικα την ημέρα. Ήταν απορίας άξιο πώς χωρούσαν τόσα σκουπίδια στην τρύπα των δύο φίλων μα τι τους ένοιαζε; Τα σκουπίδια εξαφανιζόντουσαν και δεν ενοχλούσαν κανέναν.

Οι δύο φίλοι αποφάσισαν αργότερα να δεχτούν περισσότερα σκουπίδια από όμορους δήμους. Δουλειές με φούντες. Τα νέα ταξίδεψαν σε ολόκληρο τον κόσμο κι αρκετές χώρες αποφάσισαν να συνεργαστούν με την εταιρεία τους ώστε να ξεφορτωθούν τα πυρηνικά τους απόβλητα στην τρύπα τους. Έτσι λοιπόν κάθε μήνα χιλιάδες βαρέλια με τοξικά απόβλητα έφταναν στις εγκαταστάσεις τους και ρίχνονταν κι αυτά στην τρύπα.

Οι δύο φίλοι ήταν πια δισεκατομμυριούχοι. Έχαιραν της εκτίμησης ολόκληρου του πλανήτη. Βραβεύτηκαν από διεθνείς οργανισμούς για την συνεισφορά τους στην προστασία του περιβάλλοντος. Έγιναν πρόσωπα της χρονιάς. Χρήμα. Δόξα. Αναγνώριση. Μεγαλείο.

Όσο για την τρύπα εκείνη κατάπινε αδιαμαρτύρητα ό,τι της έριχναν μέσα της. Σκουπίδια, χημικά, απόβλητα, πυρηνικά... τα πάντα. Όλος ο κόσμος ενδιαφέρονταν πια για την τρύπα των δύο φίλων. Οι χωματερές έκλεισαν. Οι ωκεανοί καθάρισαν.



Πέρασαν  αρκετά χρόνια και τα μαλλιά τους είχαν πια γκριζάρει όταν αποφάσισαν να δοκιμάσουν κάτι νέο και διαφορετικό. Εκμεταλλευόμενοι την επιρροή τους στις κυβερνήσεις των χωρών που ξεφόρτωναν τα απόβλητά τους στην τρύπα τους απαίτησαν και πέρασαν νόμους στα κοινοβούλια που επέτρεπαν στις κοινωνίες να "απαλλάσσονται" από "απόβλητα" άτομα ρίχνοντάς τα στην τρύπα. Ομοφυλόφιλοι, διανοούμενοι, άθεοι, κατά πώς έκρινε η κάθε κοινωνία πλήρωνε κι έχωνε τους "απόβλητους" στην τρύπα τους.

Όλα πήγαιναν περίφημα. Ποτέ ξανά ο κόσμος δεν φαινόταν τόσο καθαρός, αμόλυντος και τακτοποιημένος. Αρκετά χρόνια μετά όταν οι δύο φίλοι ήταν πια γέροι τους κάλεσαν στην έδρα των Ενωμένων Εθνών και τους απένειμαν άλλο ένα βραβείο. Όταν η δεξίωση τελείωσε τα δυο γερόντια υποβασταζόμενα κατέβηκαν τις μαρμάρινες σκάλες κάτω από τις επευφημίες, τα φλας και τα χειροκροτήματα του πλήθους. Ξαφνικά κι ενώ ήταν έτοιμοι να μπουν στη λιμουζίνα τους κάτι απαλό έπεσε στο κεφάλι ενός εκ των δύο φίλων.

Κοίταξε εκείνος απορημένος στο τσιμέντο να δει τι του 'ρθε ουρανοκατέβατο.

Ήταν ένα μπαλωμένο, γαλάζιο τόπι.

Σήκωσε αργά το κεφάλι του.

Το παγωμένο του βλέμμα συνάντησε εκείνο του φίλου του.

Ακριβώς εκείνη την στιγμή που στο δικό του κεφάλι έπεφτε από τον ουρανό ένα τοστ με αντζούγια, ντομάτα και μαρούλι.


ο κος Λενιν Ουάν Τούθρι


hello friki


η σκακιέρα


Τα λευκά μου παρατεταγμένα απέναντι στα μαύρα σου.

Μπροστά τα πιόνια μου αντικρίζουν τα δικά σου.

Πίσω οι πύργοι. Πύργοι που κρατούν φυλακισμένα τα "θέλω" μας.

Τα άλογα. Άλογα, παράλογα με λόγο απαλό, ηχηρό κι άηχο.

Οι αξιωματικοί. Αξιωματικοί, ανάξιοι, τυφλοί κι αδέξιοι.

Κι ένας βασιλιάς.

Και μια βασίλισσα.

Μια γυναίκα.

Ένας άντρας.

Δυο μονάδες.

Ένα συν ένα δεν κάνουν δύο, είχες πει. Κάνουν δύο μονάδες. Τα πάντα διατηρούν τελικά την υπόστασή τους. Δεν έχεις άδικο.

Τα λευκά μου παρατεταγμένα απέναντι στα μαύρα σου. Δυο στρατοί έτοιμοι να συγκρουστούν. Να αναμετρηθούν. Και τα άδεια τετράγωνα ανάμεσά τους οι φόβοι που πρέπει να βαδίσουν για να σμίξουν. Ο φόβος της απώλειας. Της απόρριψης. Της αμφισβήτησης. Της αποτυχίας.

Ίσως τελικά και της επιτυχίας.

Ίσως.

Τα λευκά μου παρατεταγμένα απέναντι στα μαύρα σου. Σκυφτοί και οι δύο πάνω από μια σκακιέρα. Προσπαθείς να συγκεντρωθείς. Σηκώνω το βλέμμα μου και σε κοιτώ. Χαμένη μέσα στις σκέψεις σου. Τα μάτια σου καρφωμένα στα πιόνια σου. Η αγωνία στο πρόσωπό σου.

Περιμένεις. Σκέφτεσαι. Σιωπάς...

Μα δεν αντέχω άλλο.

Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.

-Ρε κοπελιά, είσαι σίγουρη ξέρεις πως παίζεται;

-Τσουρέκια μου τα 'χεις κάνει ματάκια μου, θα σκάσεις;

-Τι να σκάσω, μ' έχεις σκάσει ρε αγάπη! Πιασ' το το ρημάδι και καν' το μια έτσι στο τετραγωνάκι μπροστά! Πρώτη κίνηση είναι να πούμε δεν θέλει σκέψη, ασιχτίρ μ' έσκασες!

-Ντάξει ρε Κασπάροφ, να θυμώσουν να πλήρωνες την Βονταφον να 'χαμε τωρα ίντερνετ να 'κανες τα γούστα σου. Εδώ τώρα ρε πουρέ! Εδώ! Σκάκι ρε! θα παίξεις και θα πεις κι ένα τραγούδι!


b-alone, τα νυχτομπάλονα


όταν ο Θάνατος ερωτεύτηκε


-Καλησπέρα.
-Καλησπέρα!
-Είμαι ο Θάνατος και ήρθα να σε πάρω.
-Μα πώς ξέρεις πως είμαι αυτός που γυρεύεις;
-Ε, πώς δεν ξέρω! Είναι δυνατόν να κάνω ποτέ λάθος; Άλλωστε βλέπεις κανέναν άλλο 'δω γύρω;

Ο νεαρός κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά μα ψυχή δεν υπήρχε. Μόνο εκείνος και η σκοτεινή, γυρτή φιγούρα ενός πλάσματος που του συστήθηκε ως "Θάνατος". Σκέφτηκε λίγο. Τακτοποίησε μια ξανθιά του μπούκλα με τα ακροδάκτυλά του πίσω απ' το αυτί του και μίλησε:

-Μα εάν δεν υπάρχει 'δω γύρω κανείς εκτός από 'μας τους δύο ποιος μπορεί να επιβεβαιώσει ότι είσαι αυτός που λες; Εγώ πάντως πρώτη φορά σε βλέπω.
-Δεν χρειάζεται να το επιβεβαιώσει κανείς άλλος. Είμαι αυτός που βλέπεις. Ο Θάνατος. Αδιαίρετος, αυτούσιος, όλος, ένας.
-Είσαι σίγουρος;
-Είμαι!
-Μπορώ να πλησιάσω;
-Πλησίασε.

Ο νεαρός έκανε ένα βήμα εμπρός και περιεργάστηκε τον σκελετό. Πήρε στη ζεστή παλάμη του το κοκαλιάρικο χέρι του Θανάτου. Έδειξε ένα δάκτυλο και τον ρώτησε:

-Αυτό τι είναι;
-Αυτό είναι το δάκτυλό μου.
-Είναι ο Θάνατος;
-Όχι βέβαια! Εγώ είμαι ο Θάνατος! Αυτό ειν' απλά ένα κοκαλάκι μου.
-Χωρίς αυτό το κοκαλάκι θα συνεχίσεις να είσαι ο Θάνατος;
-Μα φυσικά!
-Άρα δεν το χρειάζεσαι!

Έκανε το αγόρι μια έτσι, ξεκόλλησε το δάκτυλο του θανάτου, το πέταξε πάνω απ' τον ώμο του και τον ξαναρώτησε δείχνοντας το δεύτερο δάκτυλο:

-Αυτό τι είναι;
-Το δάκτυλό μου.
-Είναι ο Θάνατος;
-Όχι! Εγώ είμαι ο Θάνατος!
-Άρα ούτε αυτό χρειάζεσαι.
-Ε, ναι αλλά...

Το αγόρι ξεκόλλησε και το δεύτερο δάκτυλο και το πέταξε στη γη δίπλα στο άλλο και συνέχισε με τον ίδιο τρόπο: Μετακάρπια οστά, ωλένη, περόνη, μηρός, κλείδα, στέρνο, ωμοπλάτη, πλευρά... Κάθε φορά κρατώντας ένα οστό στα χέρια του ρωτούσε τον Θάνατο: "Ειν' αυτό ο Θάνατος;" κι ο Θάνατος απαντούσε: "Όχι, εγώ είμαι ο Θάνατος" και πετούσε τα κόκαλα πίσω του σχηματίζοντας έτσι σιγά, σιγά έναν σωρό.

Στο τέλος έμεινε το αγόρι να βαστά το κρανίο του σκελετού στα χέρια του. Κοίταξε στις μαύρες κόχες. Το γύρισε ανάποδα. Άνοιξε τις γνάθους. Το περιεργάστηκε. Ρώτησε για τελευταία φορά:



-Δε μου λες, αυτό ειν' ο Θάνατος;
-Όχι, αυτό είναι το κεφάλι μου -απάντησε το κρανίο.
-Άρα ούτε αυτό χρειάζεσαι -είπε ο νεαρός, πέταξε το κρανίο μαζί με τα υπόλλοιπα κόκκαλα κι έκανε να φύγει.
-Στάσου! Εσύ ποιος είσαι; -φώναξαν τα κόκαλα
-Είπες πως με ξέρεις. Ποιον γύρευες Θάνατε;
-Τον Έρωτα.
-Τον βρήκες.

 

hello Kriti


λιγκουίνι με λεμονοσάλτσα


ἀλώπηξ

Σύρθηκε μέσα στο σκοτάδι. Πατούσε στις μύτες των ποδιών του. Αθόρυβα. Ανάμεσα στα ψηλά χόρτα. Πλησίασε λίγο ακόμα. Μπορούσε να δει τώρα καθαρά το σπίτι. Κι ένα φως αναμμένο. Χαμήλωσε περισσότερο. Τα μάτια του καρφωμένα εκεί. Στο σπίτι.

Κρύο και καταχνιά. Το σώμα του ριγούσε. Πιο μακρυά σκύλοι τον είχαν καταλάβει. Γάβγιζαν. Χαλούσαν τον κόσμο. Δεν είχε πολύ χρόνο. Πολύ γρήγορα θα τον έβρισκαν. Δεν του άρεσαν οι σκύλοι. Δεν του άρεσαν καθόλου.

Μια σκιά. Στο μπαλκόνι. Στο σπίτι. Μια φιγούρα. Τέντωσε το λαιμό του. Γουρλωσε τα μάτια του. Προσπαθούσε να καταλάβει. Δεν διέκρινε λεπτομέρειες. Πλησίασε. Κι άλλο. Άλλο λίγο.

Την είδε! Ήταν εκείνη; Ήταν εκείνη! Μιλούσε στο τηλέφωνο. Περπατούσε πάνω, κάτω στην βεράντα της. Κάπνιζε. Το βλέμμα του ακολουθούσε την πορεία της. Αριστερά και δεξιά. Κάποια στιγμή εκείνη σταμάτησε. Έγειρε προς τα κάγκελα. Κοίταξε προς το μέρος του...

Τον κατάλαβε! Όχι! Δεν έπρεπε να συμβεί αυτό! Έδωσε έναν πήδο. Έτρεξε μακριά της. Χώθηκε στα ξερόχορτα. Χάθηκε.

Εκείνη ήταν σίγουρη γι' αυτό που πρόλαβε να δει. Ξανακούμπησε το τηλέφωνο στο αυτί της:


"Έλα! Δεν θα πιστέψεις τι είδα μόλις τώρα! Μια αλεπού! Είδα μια αλεπού ρε 'συ!"

hello Xrysavgiti


Το τραγικοτεστότερο

-Γιατί το 'κανες αυτό;
-Ποιο;
-Πέταξες το κουτάκι απ' το παράθυρο.
-Έλα μωρέ! Με την πρώτη βροχούλα θα 'χει λιώσει!

Κι όμως το πίστευε. Πίστευε πως με τα πρωτοβρόχια το αλουμινένιο κουτάκι αναψυκτικού που πέταξε απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου θα "έλιωνε" με κάποιον μαγικό τρόπο και θα το "κατάπινε" το έδαφος συντελώντας έτσι στον μαγικό κύκλο του βωξίτη που ως γνωστόν περιλαμβάνει τα εξής στάδια:

1) Το κουτάκι λιώνει απ' την βροχή μέσα σε ένα έτος.



2) Τα μόρια του βωξίτη δεσμεύονται από τα ριζικά τριχίδια των μονοκοτυλήδονων κυρίως φυτών.



3) Με την διαδικασία της φωτοσύνθεσης (γνωστή απ' το διδακτορικό σας φυσικά) ο βωξίτης απελευθερώνεται εκ των στομίων των φύλλων στην ατμόσφαιρα.


 4) Τα μόρια βωξίτη συνενώνονται στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας σχηματίζοντας επιμήκεις θυσανοειδείς σχηματισμούς (γνωστοί κι ως χημικές ουρές αεροπλάνων μας-ψεκάζουν-666-φτουφτουφτου)


5) Στη συνέχεια μορφοποιούνται κουτάκια αναψυκτικών και μπύρας τα οποία λόγω βάρους πέφτουν με τη μορφή κουτοβροχής στις εγκαταστάσεις της Τρία Έψιλον και της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας.



6) Εκεί περισυλλέγονται από  τετράωρους εργάτες-πάρε-380ευρω-μικτά-κοπελίτσαμου-κρίση-κιετς κι αφού χύσουν εντός των τον πολυεθνικό ιδρώτα τους επαναπροωθούνται στην αγορά.


 Ρε κάγκουρα, κακόγουστο υποπροϊόν αυνανιζόμενης κοινωνίας, χειροκίνητη καταναλωτική μηχανή φρέντο και Άσσος international, βουκόλε, Άβερελ Ντάλτον, τυρί, εντάξει στο σχολείο δεν σου 'παν τίποτα ή εάν σου τα 'παν εσύ χαμούρευες την ξανθούλα στις τουαλέτες. Στο πανεπιστήμιο ήσουν απασχολημένος με ΔΑΠ-ΠΑΣΠ-ΚΝΕ κτλ. Στα τριάντα σου κατέβαζες Πέγκυ Ζήνα, Τερζή και τσόντες. Στα σαράντα σου το ίδιο. Στα πενήντα σου ακούς αυτά που ξεκίνησες να κατεβάζεις στα τριάντα σου διότι η σύνδεσή σου είναι dial up 56Κ, όχι αυτή του internet, ρε κεφαλογραβιέρα, η άλλη, η σύνδεσή σου με την πραγματικότητα.

"Εντάξει, δεν του τα 'πανε του παιδιού (εμετούλης), βγήκε μαλακιασμένο!". Ούτε 'μένα μου τα 'πε κανείς, γονείς, σχολείο, φίλοι. Αλλά ποιος πρέπει να σου πει ότι ένα κουτάκι κοκακόας ΔΕΝ αυτοανακυκλώνεται σε έναν χρόνο! Ρε μυζήθρα, σε ποιο σύμπαν ζεις; Ποιος σε κάνει παρέα; Ποια κάθεται να την αυτώσεις; Πώς επιβιώνεις τέλος πάντων;

Ρε γυδοτύρι, να 'ταν το κουτάκι μόνο να πάει στον διάολο. Η μαλακία έχει ποτίσει τον εγκέφαλό σου. Ρέει στο αίμα σου. Ορίζει την καθημερινότητά σου. Είσαι ένας στεγνός, άοσμος κι άχρωμος άνθρωπος.

Το τραγικο: δεν έχεις πάρει χαμπάρι τίποτα.

 Το τραγικότερο: αναπαράγεσαι.

Το τραγικότατο: ζεις δίπλα μου.

Το "τραγικοτεστότερο": ασχολούμαι.

μεταμοντέρνα τσόντα


Σε ένα σκοτεινό, μαύρο δωμάτιο οι ενοχές του Γκαούτσο Μαρξ κάνουν έρωτα με τις αυταπάτες του καθώς ένας καφκικός άγγελος απαγγέλει Εμπειρίκο συνοδευόμενος από τον επαναλαμβανόμενο ήχο των στίχων του Αγγελάκα που ψέλνουν τέσσερις αποτυχημένοι δικηγόροι χτυπώντας παλαμάκια.

(τα παραπάνω ελέχθησαν στο Μπρίκι στη Μαβίλης τα ξημερώματα μιας Πέμπτης από έναν Φαροφύλακα, έναν ζωηρό σερβιτόρο, έναν κυνικό μηχανικό κι έναν Λέοντα.)

είμαι 30 και είμαι καλα!

Άκου να δεις, το ξέρεις αυτό το τραγούδι;



Ήταν χιτάκι της νιότης μου. Πρέπει να πήγαινα γυμνάσιο τότε. Αυτοί και οι Ace of Base ήταν το trend εκείνου του καλοκαιριού που είχα περάσει στην Σίφνο. Θυμάμαι μόνο αυτό το τραγούδι διότι η Σίφνος δεν... Θυμάμαι που χάζευα τα πόδια της μοντέλας κι ο αλεπουδίτσος μου ριγούσε.

Εγώ κι εκείνος είχαμε τραβήξει πολλά χιλιόμετρα για την χάρη των χορευτικών της ικανοτήτων. Ακόμα θα "έτρεχα" εάν επιτέλους κάποια στιγμή το MTV δεν αποφάσιζε να σταματήσει την προβολή του clip.

Μα ο ρυθμός και το συναίσθημα είχαν γίνει πια "συνειδησιακό" αρχέτυπο και κάθε φορά που το άκουγα άλλαζα σταυροπόδι. Όπως αυτό το πείραμα με τους γερμανικούς ποιμενικούς, το 'χεις ακουστά; Που κάθε φορά πριν τους τρατάρουν μπισκοτάκι οι εκπαιδευτές χτυπούσαν ένα καμπανάκι. Ε, μια, δυο, τρεις στο τέλος τα λυκόσκυλα όταν άκουγαν καμπανάκι τους έτρεχαν τα σάλια.



Λοιπόν το ίδιο τραγούδι έπαιξε κι ένα βράδυ στην Αστυπάλαια τον Αύγουστο που μας πέρασε. Ήταν κάπου έξι τα ξημερώματα. Περιμέναμε την DJ να το λήξει παίζοντας τα γνωστά αηδονάκια. Ή Johny Cash. Και τα δυο σε στέλνουν για ύπνο. Στην Αθήνα, όχι στην Αστυπάλαια. Αντ' αυτού έπαιξε Real 2 Real. Όλα τα παιδάκια άνω των 30 ξύπνησαν σαν να τους διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Τρελός χορός. Κανά δυο εικοσάριδες έκαναν να σηκωθούν. Ιεροσυλία imo. Τόση ώρα χτυπιόσουν με Waldek, W. Taylor και Stelar, μωρή εικοσάρα, κι εμείς καθόμασταν στην άκρη μην σου μολύνουμε την αύρα! Νταξ, σε παίρναμε και λίγο μάτι αλλά κάνε μας την χάρη τώρα!

Και τι δεν έβαλε η μικρή θεούλα: Prodigy, Nirvana, Offspring, Τρύπες... Όλα τα '90s παρέλασαν από τα αυτιά μας. Εκείνο το βράδυ νιώσαμε τους κροτάφους μας να γκριζάρουν. Γίναμε λίγο ρετρό. Προσωπικά ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα την γενιά μου να αποκτά ταυτότητα. Έτσι απλά. Με πέντε σκουριασμένα τραγούδια. Καταθλιπτικός προσδιορισμός αλλά δε βαριέσαι.

Μακάρι οι εικοσάριδες να αισθανθούν το ίδιο γοητευτικοί όσο αισθανθήκαμε κι εμείς τον Αύγουστο.


Τι έκανα; Μόλις έδωσα την πρώτη μου ευχή σε κάποιον νεότερο;

Εντάξει τώρα...

Πάω να ακούσω Self Esteem...

...και να πιω το τσαγάκι μου...



ΥΓ: Η νεαρά ντιτζέισα της Αστυπάλαιας τώρα παίζει στο Μπρίκι. Το παλιό Μπρίκι στο Παγκράτι. Να πάτε. Δέχεται ΚΑΙ παραγγελίες. Τ' ακούς Φαροφύλακα;

Διοτίμα


το κλεμμένο τουί


-Έτσι που λέτε κύριε πρόεδρε. Το παιδί δεν είναι κακό. Χαζό είναι! Κοιτάξτε το. Όχι, σας παρακαλώ κοιτάξτε το! Είναι φάτσα εγκληματία αυτή; Θα τρίζουν τα κόκαλα του Καπόνε δηλαδή!

-Συνήγορε δε μπορεί να απαλλαχτεί ο κατηγορούμενος λόγω βλακείας. Άλλωστε δεν υπάρχει δεδικασμένο.

-Μα πως! Να σας θυμίσω την υπόθεση πολιτείας Μίσιγκαν εναντίων Χάρβεϊ.

-Μα τι λέτε;

-Δεν ψαρώσατε ε;

-Συνήγορε σας εγκαλώ στην τάξη! Έχετε να προσθέσετε κάτι ουσιαστικό επί της υπόθεσης;

-Επιμένω στο επιχείρημά μου, κύριε πρόεδρε. Ο κατηγορούμενος είναι αθώος! Δεν φταίει αυτός! Η Φύση!

-Ποια φύση;

-Η Άννα Φύση, η μητέρα του κύριε πρόεδρε. Το Βράδυ πριν την σύλληψη του κατηγορούμενου είχε φτιάξει μπάμιες.

-Μα το βράδυ της σύλληψής του ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο Μίσιγκαν. Η μητέρα του κατοικοεδρεύει στο Λιδορίκι.

-Δε μιλώ γι' αυτή την σύλληψη. Μιλώ για το βράδυ κατά το οποίο η μητέρα του συνευρέθη σεξουαλικώς με τον πατέρα του. Μπάμιες είχε μαγειρέψει κύριε πρόεδρε! Και τις βγήκαν και βαριές. Ε, έφαγε ο μακαρίτης, την συνουσίασε την κυρα Άννα, έπεσε μετά για ύπνο, ροχαλητό, κλανιές, κακό, πού να κλείσει μάτι η κυρά Άννα; Οι άγιοι δεν προλάβαιναν να κατεβαίνουν από τα καντήλια και τα εικονοστάσια στο στόμα της και πάλι πίσω. Και σας ρωτώ, κύριε πρόεδρε, βγαίνει φυσιολογικό παιδί από τέτοια σύλληψη; Ε; Δε βγαίνει!

-Όπως και να 'χει το κατηγορητήριο είναι βαρύ. Τα κλεμμένα τουί δεν τα συγχωρεί κανείς, ούτε η ηθική, οι νόμοι, ούτε καν ο ίδιος ο Θεός.

-Μα για ένα γαμοτουί να φάει μπλοκ; Θα διασυρθεί!

 -Το δικαστήριο απεφάνθη! Ένοχος! Του επιβάλλεται ποινή 80 RT κατά τις ώρες αιχμής, 80 χολιγουντιανα τουί υπερπαραγωγή τύπου ΔΙΚΑ ΤΟΥ κατά τις ώρες 04:00 έως 06:00...

-Μα θα πάνε άκλαυτα!

-ΝΑ ΠΑΝΕ! και 50 φόλο σε ράντομ χρήστες των οποίων τα ονόματα ξεκινούν με peos-, kavla-, crazy-, kouro- και kolo-.

-Μάλιστα. Τιποτ' άλλο;

-Ναι, να κάνει connect τον λογαριασμό του στο Facebook.

-Μα...

-ΑΠΕΥΑΝΘΗ ΛΕΜΕ !


lost in crowd


εικονοκυνηγός

Μικρό με έλεγα εικονοκυνηγό. Έτσι υπέγραφα στα ημερολόγια, στα σκίτσα μου, στα λευκώματα και στους τοίχους. "Εικονοκυνηγός". Δεν ακουγόταν πολύ macho όπως τα Sperminator, Reaper, Anthrax13 κτλ που επέλεγαν οι φίλοι μου μα εμένα μου άρεσε όσο μου άρεσε και η φωτογραφία.

Ο εικονοκυνηγός, λοιπόν, όταν έκανε κοπάνες δεν ακολουθούσε τους υπόλοιπους στις καφετέριες μα έπαιρνε το λεωφορείο και κατέβαινε στο κέντρο να φωτογραφήσει και να εμφανίσει τα φιλμάκια του διότι πρόλαβε ΚΑΙ τα φιλμάκια. Όπως επίσης και τα walkman, τα VHS players και το παγωτό πατούσα του ροζ πάνθηρα πριν βάλουν αυτή την σοκολατένια αηδία στα δάκτυλα.

Εκείνος και το νικελένιο του μωρό περπατούσαν από την Κουμουνδούρου στην Ηφαίστου, Πανδρόσου, Αιόλου, Ομόνοια και Ζήνωνος και φωτογράφιζε τα πάντα: Ρακένδυτους, μπάτσους, πρεζόνια, κυρίες με ταγέρ, επαίτες, πλανόδιους. Παντού εικόνες. Ένιωθε σαν να μην τις προλαβαίνει. Τις ήθελε όλες. Ένας τρελός οίστρος. Σαν να βάζεις αλκοολικό να δουλέψει σε μπαρ. Ή παιδεραστή σε νηπιαγωγείο.



Γυρνούσε σπίτι του κουρασμένος και ιδρωμένος. Η μητέρα του ήταν σίγουρη πως αυτό το ilford xp2 ήταν ναρκωτικό και πως ο γιος της κατέβαινε στο κέντρο να πάρει την δόση του. Τουλάχιστον ας έπαιρνε το μπουφάν του μαζί του, αυτό θα την ηρεμούσε κάπως.

Κάποτε ο εικονοκυνηγός μεγάλωσε. Το νικελένιο του μωρό κάθισε σε ένα ράφι δίπλα σε άλλα απομεινάρια ενός ταπεινού πλην πολύχρωμου παρελθόντος μα οι εικόνες δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Τον ακολουθούν παντού και πάντα. Περπατά και τις νιώθει πίσω του, δίπλα του. Κοιτά εσένα και βλέπει πίσω απ' τα μάτια σου τις δικές σου εικόνες. Κάποιοι το λένε φαντασία, κάποιοι σχιζοφρένεια. Εκείνος το 'λεγε πραγματικότητα.

Νόμιζε μικρός πως εκείνος κυνηγούσε τις εικόνες. Μα ποιος ο κυνηγός και ποιος το θήραμα κανείς δεν ξέρει. Ούτε ο Ορέστης. Ο κάθε Ορέστης.



Κι ο συγκεκριμένος Ορέστης περιμένει καρτερικά την Αθηνά του.

Να δικάσει εκείνον και τις εικόνες που τον κατατρέχουν.

Να αποφανθεί μια θεά ποιος ο κυνηγός

και ποιος το θήραμα.

Cosmote ψωλατε σας ακουμε

-Cosmote, λέγετε παρακαλώ;
-Ναι γεια σας, Cosmote εκεί;
-Μάλιστα.
-Εγώ την Vodafone ήθελα.
-Τι να την κάνετε την Vodafone;
-Να παίξουμε πεντόβολα.
-Cosmote εδώ, μιλάτε, σας ακούμε.
-Ναι μ' ακούτε;
-Σας ακούμε λέμε!
-Vodafone εκεί;

-Μύλοι Αγίου Γεωργίου...
-Ποιοι μύλοι;
-Milli Vanilli... Tελος πάντων τι θέλετε κυρία μου!;
-Δυο σουβλάκια ήθελα να παραγγειλω.
-Μας τελείωσαν.
-Ε, τότε φέρτε μου μια πίτσα.
-Τι πίτσα θέλετε;
-Μια στρογγυλή.
-Εννοώ τι γεύση θέλετε.
-Σοκολατίνα.
-Μάλιστα, που να σας την φέρουμε;
-Σπίτι μου.
-Εννοώ που μένετε!
-Σπίτι μου καλέ!
-Ναι αλλά ΠΟΥ είναι το σπίτι σας;
-Δίπλα στης αδελφής μου.
-Το τηλέφωνό σας;
-Κι αυτό σπίτι μου είναι.
-Ποιο είναι το νούμερο;
-103299θξ%332#$οο0
-Τι τηλέφωνο είναι αυτό;
-Ένα Panasonic μαύρο.
-Θέλετε κάτι άλλο;
-Εγώ βασικά την Vodafone ήθελα άλλα αφού δεν τη βρήκα είπα, δε γαμιέται, ας φάω μια πίτσα.

Ο καβαλαρης και η Χατζηγιαννης

-Cosmote, μιλάτε σας ακούμε.
-Ναι γεια σας;
-Γεια σας κυρία μου τι θα θέλατε;
-Βασικά εγώ μόλις χώρισα.
-Να σας βάλω έναν Μητροπανο;
-Καλέ αν ήθελα Μητροπανο θα 'παιρνα τη Lampsi.
-Nα σας βάλω κάτι σε Χατζηγιαννη;
-Αχ, το "Χέρια Ψηλά" το έχετε;
-Μόλις χωρίσατε δε μου 'πατε;
-Ναι.

-Να σας βάλω το "Πόδια Ψηλά";
-Δεν το ξέρω...
-Το "Χεζε Ψηλά";
-Είστε σίγουρη είναι του Χατζηγιαννη;
-Καλε ναι! Το ρεπερτόριο αυτής της τραγουδίστριας είναι απύθμενο.
-Μα ο Χατζηγιαννης είναι άντρας.
-Κι ο Κουβελης θα βγάλει την Ελλάδα απ' το μνημόνιο.
-Μα καβαλικεύει την Μακρυπουλια!
-Ο Κουβελης;
-Όχι, ο Χατζηγιαννης.
-Ποιος κάνει την φοράδα και ποιος τον καβαλάρη το ξέρει μόνο η Μακρυπουλια, κυρία μου.
-Θέλετε να μου πείτε πως είναι gay;
-Μα γιατί νομίζετε διάλεξε την Μακρυπουλια;
-Γιατι;
-Μακρυ - πουλια... ΜΑΚΡΥ - ΠΟΥΛΙΑ...
-Είστε αισχρή με ακούτε;!
-Cosmote, μιλάτε σας ακούμε.

η Μαρία, η Έφη και οι Χαΐνηδες

Την Γιάννα την γνώρισα στο νησί. Την φλέρταρα αλλά δεν...

Τη Λυγερή την γνώρισα στην Αθήνα. Προσπάθησα μα τίποτα...

Την Έφη την γνώρισα τον περασμένο μήνα. Ήταν η επίσημη αγαπημένη εκείνο το βράδυ σε ένα πάρτι στο Θησείο. Ήταν και οι τρεις εκεί. Στο ίδιο πάρτι όμως αποφάσισε να σκάσει και η Μαρία.

Άκου λοιπόν για τη Μαρία.

Η Μαρία μου άρεσε από πάντα. Απ' την αρχή του κόσμου. Απ' το 7258 πχ όπως θα υποστήριζε κι ένας κρεασιονιστής. Λοιπόν η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν φλερτάρουμε κοπέλες που πραγματικά γουστάρουμε. Ή τουλάχιστον αυτή θα 'πρεπε να 'ναι η αλήθεια. Ένα πιθανό όχι από μια Μαρία πονάει όσο χίλια "όχι" από χίλιες άκυρες γκόμενες.


Μα ακόμα και στην απίθανη πλην γαμάτη περίπτωση που τελικά σου πει το "ναι" ο πόνος της απώλειας και του χωρισμού συγκρίνεται μόνο με τον πόνο του πένθους. Ή της εξαγωγής φρονιμίτη.

Το 'χουμε; Το 'χουμε.

Γνώρισα το Εφάκι μου στην Γιάννα. Όταν τις συνέστησα έκανα κανα δυο δεύτερα να θυμηθώ το όνομα της Γιάννας. Ναι, επίτηδες. Ευχαριστημένος με τη παιδαριώδη μαλακία της στιγμής βρήκα τη Λυγερή και της μίλησα με τόσο ενθουσιασμό για την Έφη. Μπέρδεψα το όνομά της με το δικό της. Ναι, πάλι για σπάσιμο. Πώς μπορεί να μπερδέψει κάποιος το "Λυγερή" με το "Έφη";

Ήταν η βραδιά της μαλακίας κι ευχαριστιόμουν κάθε στιγμή της. Επέτρεψα τουλάχιστον αυτό στον εαυτό μου.

Τι όμορφο βράδυ! Περπατούσαμε σε μια αυλή. Στο 'να μου χέρι το δικό της και στο άλλο ένα μπουκάλι Τεκίλα. Πόσο πιο ευτυχισμένος θα μπορούσε να 'ναι ένας άντρας τελικά; Πόσο;

Κάποια στιγμή η Έφη χάθηκε. Κάπου πήγε. Έμεινα εγώ και το Τεκιλάκι μου. Το οποίο κάποιος βούτηξε απ' το χέρι μου. Γύρισα έτοιμος να διαμαρτυρηθώ. Ήταν η Μαρία. Και το μπουκάλι μου έχυνε τωρα το περιεχόμενό του μέσα στο στόμα της. Πάνορμος Αφροδίτη...



-Μαρία κι εσύ εδώ; Πώς τα πας;
-Σκατά. Σήμερα είχα δυο interviews και μπλα, μπλα, μπλα, μπλα, μπλα και μετά πήγα οδοντίατρο και μπλα, μπλα, μπλα, μπλα...

Λίγη Τεκίλα είχε λερώσει το πιγούνι της. Τα μαλλιά της είχαν κολλήσει απ' τον ιδρώτα στο μέτωπό της. Η σκιά στα βλέφαρά της είχε σπάσει. Η ανάσα της μύριζε Golden Virginia, το κίτρινο πακέτο. Τα χείλια της είχαν σκάσει και τα μάτια της ήταν κουρασμένα.

Ήταν τόσο όμορφη!

'Οοοολη η αυτοπεποίθηση που είχα προηγουμένως χάθηκε. Παφ! Με τρια φι. Παφφφ! Μαζί μ' αυτή χάθηκε και το μυαλό μου. Προσπάθησα να ανασυγκροτηθώ. Θυμήθηκα τις αρχές μου. Ποτέ δεν την πέφτουμε σε εκείνη που πραγματικά γουστάρουμε. Άρπαξα την Τεκίλα μου απ' τα χέρια της κι επικαλέστηκα έναν σοβαρό λόγο να την κάνω. Της είπα πως έπρεπε να τρέξω στο Μπατμομπίλ μου να πάω στη Γκόθαμ Σίτι να καταπολεμήσω το έγκλημα.

Νομίζω αυτό της είπα επί λεξεί.

Έψαξα να βρω γρήγορα το Εφάκι μου μπας κι έρθω στα συγκαλά μου. Ήμουν σίγουρος πως εάν την έβλεπα απλά θα ξεχνούσα τη Μαρία.

Η Έφη στεκόταν έξω απ' τις τουαλέτες και περίμενε στη σειρά. Την πλησίασα. Με κοίταξε και χαμογέλασε.

Ένα τσουλούφι πετούσε απ' τον κότσο της. Το ταμπελάκι στο μπλουζάκι της είχε βγει έξω. Το ραντάκι του σουτιέν της είχε γυρίσει ανάποδα. Στέκονταν γυρτή και κουρασμένη. Απαλέ Δία, ήταν τόσο όμορφη...

Όταν ο Έρωτας βαράει ποτέ δε μπορεί να ξέρεις πού θα είσαι και τι θα κάνεις. Υπάρχει ένα τραγούδι που λεν οι Χαΐνηδες: "ο Έρωτας κι ο Θάνατος ίδια σπαθιά βαστούνε. Και οι δυο με τρόπο ξαφνικό και ύπουλο χτυπούνε".

                                                                         

Κι εγώ εκείνο το βράδυ ερωτεύτηκα την Έφη. Χωρίς να το περιμένω.

Έχασα τα πάντα. Τον έλεγχο, την υπομονή μου...

Το να φρικάρει και να με σουτάρει ήταν θέμα χρόνου.

Το έκανε μια 'βδομάδα αργότερα.

Ίσως και να το επιδίωξα.

Ασυναίσθητα.

voices in a woman's mind


πολυ καλο παιδι αλλα...


we come in peace


Τους έχουμε;

Το μικρό του χέρι χάνονταν μέσα στην ζεστή χούφτα της μητέρας του. Το κρατούσε σφιχτά. Το παιδί θα διαμαρτυρόταν μα ήταν πολύ φοβισμένο να αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη. Έβλεπε στο απέναντι πεζοδρόμιο κόσμο να στέκεται και να κοιτά προς το μέρος του. Έμοιαζαν με γίγαντες. Ντυμένοι με γκρίζα ή μαύρα ρούχα. Σκυθρωποί, ακίνητοι.

Το φανάρι άναψε πράσινο. Οι γίγαντες του απέναντι πεζοδρομίου έκαναν όλοι ένα συγχρονισμένο βήμα και οι βρώμικες σόλες των παπουτσιών τους ακούμπησαν την άσφαλτο του δρόμου. Πλησίαζαν προς το μέρος του. Το παιδί τρομοκρατήθηκε. Με το ελεύθερο χέρι του έσφιξε τον γιακά της ζακέτας του. Ξεροκατάπιε. Φαινόντουσαν τόσο απειλητικοί. Θυμήθηκε εικόνες του βιβλίου του. Δυο αντίπαλοι στρατοί. Δυο εχθρικές παρατάξεις η μια απέναντι στην άλλη. Μια σύγκρουση.


Η μητέρα του έκανε κι εκείνη ένα βήμα μπροστά όπως και οι υπόλοιποι του δικού του πεζοδρομίου. Το τράβηξε απαλά μαζί της μα το παιδί κοντοστάθηκε. Εκείνη το κοίταξε γλυκά σαν να καταλάβαινε. Του έκλεισε το μάτι, χαμογέλασε και το ρώτησε: "Τους έχουμε;" Το παιδί γούρλωσε τα μάτια του. Ο στρατηγός του ήταν έτοιμος για επίθεση. Χαμογέλασε κι εκείνο. Η καρδιά του μικρού Λέοντα γέμισε ξαφνικά κουράγιο: "Φυχικά και τουχ έχουμε!" απάντησε ο μικρός και την ακολούθησε φωνάζοντας "Επίχεχη! Γκαγκαγκαγκάν γκαγκάν!"

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα στην πλατεία Συντάγματος περιμένω ένα κόκκινο φανάρι να ανάψει πράσινο. Στην πλατεία με περιμένει το αγαπημένο μου παγκάκι και μια παγωμένη μπύρα. Εκεί θα συναντήσω και τις αγαπημένες μου εικόνες. Τις αγαπώ τις εικόνες μου μα πάντα τρομοκρατούμαι όταν κάθομαι και τα λέω μαζί τους.

Το ίδιο φοβισμένος ήμουν κι εκείνο το βράδυ. Το φανάρι έγινε πράσινο. Ο στρατός του απέναντι πεζοδρομίου ξεκίνησε την επέλαση προς το μέρος μου. Άνθρωποι που δεν γνώριζα. Άνθρωποι που θα 'θελα να γνωρίσω. Για να μην τους φοβάμαι πια.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα κι εγώ την δική μου επέλαση. Κοιτούσα την άσφαλτο καθώς διέσχιζα τον δρόμο. Τραγουδούσα πίσω απ' τα δόντια μου στίχους των Doors μήπως ξεχαστώ. Τίποτα. Φοβόμουν.


Κάποια στιγμή η ράχη του χεριού μου ακούμπησε το ύφασμα του ρούχου ενός ανθρώπου του απέναντι πεζοδρομίου.Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα πάνω απ' τον ώμο μου καθώς με προσπερνούσε. Ήταν ένα παιδί.

Εκείνο μου έκλεισε το μάτι και μου είπε με πονηρή φωνή:

"Τουχ έχουμε!"


Η νύφη, η κουμπάρα και η τσαπαρή

Φοιτητική ζωή μακριά απ' τον μπαμπά και τη μαμά στην επαρχία. Για την Ιουλία ήταν ένα όνειρο που βγήκε αληθινό. Και τώρα, μέσα στην αγκαλιά της Χριστίνας παρακαλούσε αυτό το όνειρο να κρατήσει για πάντα. Την κοιτούσε καθώς κοιμόταν. Έκλεισε τα μάτια της και η Ιουλία να κρατήσει αυτή την στιγμή για πάντα μέσα στο μυαλό της.

Η Ιουλία άνοιξε πάλι τα μάτια της. Δέκα χρόνια μετά. Είδε το ζαρωμένο πρόσωπο ενός παπά. Γύρισε το βλέμμα της αριστερά. Να και η Χριστίνα. Ντυμένη τώρα. Κουμπάρα της. Κοίταξε ξανά τον παπά. Ύστερα τον μέλλοντα σύζυγό της. Ξανά την Χριστίνα. Ξανά τον παπά. Σύζυγος, Χριστίνα, παπάς. Σύζυγος, Χριστίνα, παπάς. Η μητέρα της Ιουλίας ακούμπησε την παλάμη της στο πρόσωπό της: "Θεέ μου, όχι πάλι..."

Στο τέλος η νύφη φώναξε:

"I don't ρε μαδαφάκα! I don't!"

Άφησε το χέρι του γαμπρού και χταπόδιασε την κουμπάρα. Η γλώσσα της πρέπει να 'φτασε στον προγόμφιο. Ο γαμπρός ξεφύσηξε ανακουφισμένος, χαμογέλασε κι άρπαξε ένα παπαδοπαίδι και τον κουμπάρο και το 'σκασε φωνάζοντας: "Θεκιου ρε Τζουλιέτα! Θέκιου ρε!"

Ο παπάς προσπάθησε πολύ να αγνοήσει την στιγμιαία του στύση και να ξεστομίσει: "Εδώ είναι ο οίκος του Θεού, αμαρτωλοί!" προφέροντας την τελευταία λέξη με τρόπο λάγνο.

Ο πατέρας της Ιουλίας έκανε να σηκωθεί να διαμαρτυρηθεί μα η γυναίκα του τον έπιασε απ' το μπούτι: "Σταύρο κάτσε κάτω..."

Η μητέρα της κουμπάρας έσκυψε στο αυτί της κυρά Σταύρενας:

-Σωστή κιουρία η κορούλα σας.
-Και η δικιά σας δεν πάει πίσω. Της Φιλοσοφικής είπαμε;
-Ναι! Ναι! Αλήθεια το βράδυ τι κάνετε;
-'Ελεγα να βάλω τα ρεβίθια να μουλιάσουν. Εσείς;
-Εγώ θα πήγαινα να ρίξω τσαπαρή. Έχει κι ένα φεγγάρι απόψε μούρλια!

Τα  παρανυφάκια ακολουθώντας πιστά το έθιμο (μόλις η νύφη φιλήσει τον γαμπρό κτλ) έλουσαν με ρύζι την Ιουλία και την Χριστίνα οι οποίες ακόμα δεν είχαν ξεκολλήσει.

Ο κολλητός του γκόμενου της Χριστίνας τον πλησίασε με μια χούφτα κουφέτα:

-Φίλε, βάλε αυτά κάτω απ' το μαξιλάρι σου το βράδυ...
-ΒΑΛ' ΤΑ ΣΤΟΝ ΚΏΛΟ ΣΟΥ ΡΕ ΝΑ ΔΕΙΣ ΕΣΥ ΠΟΙΟΝ ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ !!!

Η μητέρα του γαμπρού χτυπιόταν στα πατώματα: "Αχ! με τζιβιτζιλού πήγε κι έμπλεξε ο πασάκος μου!" Η μητέρα της νύφης δεν άντεξε: "Δεν το ξέραμε μωρή συμπεθέρα να το γράφαμε και στο βιογραφικό μας ότι μας αρέσουν τα ξινά."

και κάπως έτσι συνέχισε ο διάλογος:

-Άντρα σας έδωκα μωρή! Δυο μέτρα μπόι!
-Το 'να μέτρο πηδάει ο κουμπάρος και τ' άλλο το παπαδοπαίδι μωρή!
-Δεν ξεύρω 'γω τι άντρα σας έδωκα; Ε; Δεν ξεύρω;
-Κι εσύ ξέρεις κι ο κουμπάρος ξέρει και το παπαδοπαίδι ξέρει. Μέχρι κι ο προπατζής ξέρει μωρή!
-Ο γιος μου ήταν του στοιχήματος ήταν γι' αυτό σύχναζε εκεί!
-Πας στοίχημα;

Η Ιουλία έσφιξε την Χριστίνα απ' το χέρι. Της χαμογέλασε και την τράβηξε έξω απ' την εκκλησία. Ο κόσμος ακολούθησε. Πριν κατέβουν τα σκαλιά η νύφη τους γύρισε την πλάτη και πέταξε την ανθοδέσμη πίσω της.


Η ανθοδέσμη έπεσε στην αγκαλιά της μάνας της.

Εκείνη κοίταξε πονηρά τη μητέρα της Χριστίνας:

"Το βράδυ είπατε για τσαπαρή θα πάτε;..."


o Ντελόρ, ο μπάρμπα Φούφης και οι πουτάνες

Θυμάται κανείς σας τον Ντελόρ και τα πακέτα του; Τότε που είχαμε ακόμα ευρωπαϊκή οικονομική κοινότητα. Τότε, μωρέ, που το χρήμα έφτανε στην χώρα σου ζεστό, ζεστό απ' τις κωλότσεπες των Γερμανών, Βέλγων, Γάλλων και λοιπών συνταξιούχων συνευρωπαίων.


Τότε που όοολη η ελληνική επαρχία καταβρόχθιζε αυτά τα χρήματα που κατά τ' άλλα προορίζονταν για την ενίσχυσή της. Ξέρεις... τα "μπαμπάκια"... με πιάνεις; Με πιάνεις...

Ε, λοιπόν αυτά τα πακέτα Ντελόρ, η ευρωπαϊκή οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας σου από τους εταίρους της δηλαδή, είχε ταΐσει κοσμάκη και κοσμάκη. Κυρίως Λαρισσαίους, Πατρινούς, Κορίνθιους, Τρικαλινούς κτλ. Ο μπάρμπα Φούφης το πρωί περνούσε με το 4x4 απ' το εικονικό του χωράφι (βλέπε καφενείο), το μεσημέρι πήγαινε σπίτι του να φάει (βλέπε τράπεζα) και τη νύχτα έπεφτε νωρίς για ύπνο διότι τα ξημερώματα έπρεπε να πάει για δουλειά (βλέπε κωλόμπαρο).

Τα κωλόμπαρα εκείνη την εποχή στην επαρχία ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Ο μπάρμπα Φούφης και οι συντοπίτες του γαμούσαν αβέρτα, Όλη η νεολαία απ' το Νοβοροσίσκ έως το Τεπελένι είχε περάσει απ' τον πούτσο του και ζητώ συγγνώμη απ' το θηλυκό αναγνωστικό κοινό. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε περίπτωση να είσαι Μολδαβή, Ουκρανέζα ή Αλβανίδα και να μην είχες κάτσει στον μπάρμπα Φούφη. Να 'ναι καλά ο Ντελόρ και τα πακέτα του γαμούσε όλη η Ελλάδα.


Μα ευγνώμονες στον Ντελόρ δεν ήταν μόνο οι Έλληνες επαρχιώτες. Ήταν και οι οικογένειες των εκδιδόμενων κοριτσιών. Κεράκι ανάβανε στο όνομά του. Δίπλα στο εικονοστάσι φωτογραφία του είχαν. Τόση αγάπη για τον Ντελόρ! Μερικές πουτάνες μάλιστα άλλαζαν και το καλλιτεχνικό τους. Τι Ρουσλάνα, Τατιάνα και Πλακομούνοβα; Ντελορ! Τιμής ένεκεν τύπου. "Πώς σε λένε" την ρωτούσες, "Ντελόρ" σου απαντούσε.

Η πανέμορφη αθώα Ελλάδα των περασμένων δεκαετιών που αναπολείτε όλοι ε;

Τότε που με πέντε χιλιάδες δραχμές γαμούσες τον Ντελόρ.


Έπαιρνες και ρέστα.