-Καλησπέρα.
-Καλησπέρα!
-Είμαι ο Θάνατος και ήρθα να σε πάρω.
-Μα πώς ξέρεις πως είμαι αυτός που γυρεύεις;
-Ε, πώς δεν ξέρω! Είναι δυνατόν να κάνω ποτέ λάθος; Άλλωστε βλέπεις κανέναν άλλο 'δω γύρω;
Ο νεαρός κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά μα ψυχή δεν υπήρχε. Μόνο εκείνος και η σκοτεινή, γυρτή φιγούρα ενός πλάσματος που του συστήθηκε ως "Θάνατος". Σκέφτηκε λίγο. Τακτοποίησε μια ξανθιά του μπούκλα με τα ακροδάκτυλά του πίσω απ' το αυτί του και μίλησε:
-Μα εάν δεν υπάρχει 'δω γύρω κανείς εκτός από 'μας τους δύο ποιος μπορεί να επιβεβαιώσει ότι είσαι αυτός που λες; Εγώ πάντως πρώτη φορά σε βλέπω.
-Δεν χρειάζεται να το επιβεβαιώσει κανείς άλλος. Είμαι αυτός που βλέπεις. Ο Θάνατος. Αδιαίρετος, αυτούσιος, όλος, ένας.
-Είσαι σίγουρος;
-Είμαι!
-Μπορώ να πλησιάσω;
-Πλησίασε.
Ο νεαρός έκανε ένα βήμα εμπρός και περιεργάστηκε τον σκελετό. Πήρε στη ζεστή παλάμη του το κοκαλιάρικο χέρι του Θανάτου. Έδειξε ένα δάκτυλο και τον ρώτησε:
-Αυτό τι είναι;
-Αυτό είναι το δάκτυλό μου.
-Είναι ο Θάνατος;
-Όχι βέβαια! Εγώ είμαι ο Θάνατος! Αυτό ειν' απλά ένα κοκαλάκι μου.
-Χωρίς αυτό το κοκαλάκι θα συνεχίσεις να είσαι ο Θάνατος;
-Μα φυσικά!
-Άρα δεν το χρειάζεσαι!
Έκανε το αγόρι μια έτσι, ξεκόλλησε το δάκτυλο του θανάτου, το πέταξε πάνω απ' τον ώμο του και τον ξαναρώτησε δείχνοντας το δεύτερο δάκτυλο:
-Αυτό τι είναι;
-Το δάκτυλό μου.
-Είναι ο Θάνατος;
-Όχι! Εγώ είμαι ο Θάνατος!
-Άρα ούτε αυτό χρειάζεσαι.
-Ε, ναι αλλά...
Το αγόρι ξεκόλλησε και το δεύτερο δάκτυλο και το πέταξε στη γη δίπλα στο άλλο και συνέχισε με τον ίδιο τρόπο: Μετακάρπια οστά, ωλένη, περόνη, μηρός, κλείδα, στέρνο, ωμοπλάτη, πλευρά... Κάθε φορά κρατώντας ένα οστό στα χέρια του ρωτούσε τον Θάνατο: "Ειν' αυτό ο Θάνατος;" κι ο Θάνατος απαντούσε: "Όχι, εγώ είμαι ο Θάνατος" και πετούσε τα κόκαλα πίσω του σχηματίζοντας έτσι σιγά, σιγά έναν σωρό.
Στο τέλος έμεινε το αγόρι να βαστά το κρανίο του σκελετού στα χέρια του. Κοίταξε στις μαύρες κόχες. Το γύρισε ανάποδα. Άνοιξε τις γνάθους. Το περιεργάστηκε. Ρώτησε για τελευταία φορά:
-Δε μου λες, αυτό ειν' ο Θάνατος;
-Όχι, αυτό είναι το κεφάλι μου -απάντησε το κρανίο.
-Άρα ούτε αυτό χρειάζεσαι -είπε ο νεαρός, πέταξε το κρανίο μαζί με τα υπόλλοιπα κόκκαλα κι έκανε να φύγει.
-Στάσου! Εσύ ποιος είσαι; -φώναξαν τα κόκαλα
-Είπες πως με ξέρεις. Ποιον γύρευες Θάνατε;
-Τον Έρωτα.
-Τον βρήκες.
το πρώτο σκίτσο ανήκει στον/στην FairyBubblePuppy και λέγεται "Love and Death".
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://fairybubblepuppy.deviantart.com/art/Love-and-Death-302239128
Η δε ιστορία είναι παραλλαγή ενός κόμικ του Boucq (Μπουκ): "Ο Χάρος βγήκε παγανιά"