Φοιτητική ζωή μακριά απ' τον μπαμπά και τη μαμά στην επαρχία. Για την Ιουλία ήταν ένα όνειρο που βγήκε αληθινό. Και τώρα, μέσα στην αγκαλιά της Χριστίνας παρακαλούσε αυτό το όνειρο να κρατήσει για πάντα. Την κοιτούσε καθώς κοιμόταν. Έκλεισε τα μάτια της και η Ιουλία να κρατήσει αυτή την στιγμή για πάντα μέσα στο μυαλό της.
Η Ιουλία άνοιξε πάλι τα μάτια της. Δέκα χρόνια μετά. Είδε το ζαρωμένο πρόσωπο ενός παπά. Γύρισε το βλέμμα της αριστερά. Να και η Χριστίνα. Ντυμένη τώρα. Κουμπάρα της. Κοίταξε ξανά τον παπά. Ύστερα τον μέλλοντα σύζυγό της. Ξανά την Χριστίνα. Ξανά τον παπά. Σύζυγος, Χριστίνα, παπάς. Σύζυγος, Χριστίνα, παπάς. Η μητέρα της Ιουλίας ακούμπησε την παλάμη της στο πρόσωπό της: "Θεέ μου, όχι πάλι..."
Στο τέλος η νύφη φώναξε:
"I don't ρε μαδαφάκα! I don't!"
Άφησε το χέρι του γαμπρού και χταπόδιασε την κουμπάρα. Η γλώσσα της πρέπει να 'φτασε στον προγόμφιο. Ο γαμπρός ξεφύσηξε ανακουφισμένος, χαμογέλασε κι άρπαξε ένα παπαδοπαίδι και τον κουμπάρο και το 'σκασε φωνάζοντας: "Θεκιου ρε Τζουλιέτα! Θέκιου ρε!"
Ο παπάς προσπάθησε πολύ να αγνοήσει την στιγμιαία του στύση και να ξεστομίσει: "Εδώ είναι ο οίκος του Θεού, αμαρτωλοί!" προφέροντας την τελευταία λέξη με τρόπο λάγνο.
Ο πατέρας της Ιουλίας έκανε να σηκωθεί να διαμαρτυρηθεί μα η γυναίκα του τον έπιασε απ' το μπούτι: "Σταύρο κάτσε κάτω..."
Η μητέρα της κουμπάρας έσκυψε στο αυτί της κυρά Σταύρενας:
-Σωστή κιουρία η κορούλα σας.
-Και η δικιά σας δεν πάει πίσω. Της Φιλοσοφικής είπαμε;
-Ναι! Ναι! Αλήθεια το βράδυ τι κάνετε;
-'Ελεγα να βάλω τα ρεβίθια να μουλιάσουν. Εσείς;
-Εγώ θα πήγαινα να ρίξω τσαπαρή. Έχει κι ένα φεγγάρι απόψε μούρλια!
Τα παρανυφάκια ακολουθώντας πιστά το έθιμο (μόλις η νύφη φιλήσει τον γαμπρό κτλ) έλουσαν με ρύζι την Ιουλία και την Χριστίνα οι οποίες ακόμα δεν είχαν ξεκολλήσει.
Ο κολλητός του γκόμενου της Χριστίνας τον πλησίασε με μια χούφτα κουφέτα:
-Φίλε, βάλε αυτά κάτω απ' το μαξιλάρι σου το βράδυ...
-ΒΑΛ' ΤΑ ΣΤΟΝ ΚΏΛΟ ΣΟΥ ΡΕ ΝΑ ΔΕΙΣ ΕΣΥ ΠΟΙΟΝ ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ !!!
Η μητέρα του γαμπρού χτυπιόταν στα πατώματα: "Αχ! με τζιβιτζιλού πήγε κι έμπλεξε ο πασάκος μου!" Η μητέρα της νύφης δεν άντεξε: "Δεν το ξέραμε μωρή συμπεθέρα να το γράφαμε και στο βιογραφικό μας ότι μας αρέσουν τα ξινά."
και κάπως έτσι συνέχισε ο διάλογος:
-Άντρα σας έδωκα μωρή! Δυο μέτρα μπόι!
-Το 'να μέτρο πηδάει ο κουμπάρος και τ' άλλο το παπαδοπαίδι μωρή!
-Δεν ξεύρω 'γω τι άντρα σας έδωκα; Ε; Δεν ξεύρω;
-Κι εσύ ξέρεις κι ο κουμπάρος ξέρει και το παπαδοπαίδι ξέρει. Μέχρι κι ο προπατζής ξέρει μωρή!
-Ο γιος μου ήταν του στοιχήματος ήταν γι' αυτό σύχναζε εκεί!
-Πας στοίχημα;
Η Ιουλία έσφιξε την Χριστίνα απ' το χέρι. Της χαμογέλασε και την τράβηξε έξω απ' την εκκλησία. Ο κόσμος ακολούθησε. Πριν κατέβουν τα σκαλιά η νύφη τους γύρισε την πλάτη και πέταξε την ανθοδέσμη πίσω της.
Η Ιουλία άνοιξε πάλι τα μάτια της. Δέκα χρόνια μετά. Είδε το ζαρωμένο πρόσωπο ενός παπά. Γύρισε το βλέμμα της αριστερά. Να και η Χριστίνα. Ντυμένη τώρα. Κουμπάρα της. Κοίταξε ξανά τον παπά. Ύστερα τον μέλλοντα σύζυγό της. Ξανά την Χριστίνα. Ξανά τον παπά. Σύζυγος, Χριστίνα, παπάς. Σύζυγος, Χριστίνα, παπάς. Η μητέρα της Ιουλίας ακούμπησε την παλάμη της στο πρόσωπό της: "Θεέ μου, όχι πάλι..."
Στο τέλος η νύφη φώναξε:
"I don't ρε μαδαφάκα! I don't!"
Άφησε το χέρι του γαμπρού και χταπόδιασε την κουμπάρα. Η γλώσσα της πρέπει να 'φτασε στον προγόμφιο. Ο γαμπρός ξεφύσηξε ανακουφισμένος, χαμογέλασε κι άρπαξε ένα παπαδοπαίδι και τον κουμπάρο και το 'σκασε φωνάζοντας: "Θεκιου ρε Τζουλιέτα! Θέκιου ρε!"
Ο παπάς προσπάθησε πολύ να αγνοήσει την στιγμιαία του στύση και να ξεστομίσει: "Εδώ είναι ο οίκος του Θεού, αμαρτωλοί!" προφέροντας την τελευταία λέξη με τρόπο λάγνο.
Ο πατέρας της Ιουλίας έκανε να σηκωθεί να διαμαρτυρηθεί μα η γυναίκα του τον έπιασε απ' το μπούτι: "Σταύρο κάτσε κάτω..."
Η μητέρα της κουμπάρας έσκυψε στο αυτί της κυρά Σταύρενας:
-Σωστή κιουρία η κορούλα σας.
-Και η δικιά σας δεν πάει πίσω. Της Φιλοσοφικής είπαμε;
-Ναι! Ναι! Αλήθεια το βράδυ τι κάνετε;
-'Ελεγα να βάλω τα ρεβίθια να μουλιάσουν. Εσείς;
-Εγώ θα πήγαινα να ρίξω τσαπαρή. Έχει κι ένα φεγγάρι απόψε μούρλια!
Τα παρανυφάκια ακολουθώντας πιστά το έθιμο (μόλις η νύφη φιλήσει τον γαμπρό κτλ) έλουσαν με ρύζι την Ιουλία και την Χριστίνα οι οποίες ακόμα δεν είχαν ξεκολλήσει.
Ο κολλητός του γκόμενου της Χριστίνας τον πλησίασε με μια χούφτα κουφέτα:
-Φίλε, βάλε αυτά κάτω απ' το μαξιλάρι σου το βράδυ...
-ΒΑΛ' ΤΑ ΣΤΟΝ ΚΏΛΟ ΣΟΥ ΡΕ ΝΑ ΔΕΙΣ ΕΣΥ ΠΟΙΟΝ ΘΑ ΠΑΡΕΙΣ !!!
Η μητέρα του γαμπρού χτυπιόταν στα πατώματα: "Αχ! με τζιβιτζιλού πήγε κι έμπλεξε ο πασάκος μου!" Η μητέρα της νύφης δεν άντεξε: "Δεν το ξέραμε μωρή συμπεθέρα να το γράφαμε και στο βιογραφικό μας ότι μας αρέσουν τα ξινά."
και κάπως έτσι συνέχισε ο διάλογος:
-Άντρα σας έδωκα μωρή! Δυο μέτρα μπόι!
-Το 'να μέτρο πηδάει ο κουμπάρος και τ' άλλο το παπαδοπαίδι μωρή!
-Δεν ξεύρω 'γω τι άντρα σας έδωκα; Ε; Δεν ξεύρω;
-Κι εσύ ξέρεις κι ο κουμπάρος ξέρει και το παπαδοπαίδι ξέρει. Μέχρι κι ο προπατζής ξέρει μωρή!
-Ο γιος μου ήταν του στοιχήματος ήταν γι' αυτό σύχναζε εκεί!
-Πας στοίχημα;
Η Ιουλία έσφιξε την Χριστίνα απ' το χέρι. Της χαμογέλασε και την τράβηξε έξω απ' την εκκλησία. Ο κόσμος ακολούθησε. Πριν κατέβουν τα σκαλιά η νύφη τους γύρισε την πλάτη και πέταξε την ανθοδέσμη πίσω της.
Η ανθοδέσμη έπεσε στην αγκαλιά της μάνας της.
Εκείνη κοίταξε πονηρά τη μητέρα της Χριστίνας:
"Το βράδυ είπατε για τσαπαρή θα πάτε;..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου