H Tilda άνοιξε τα μάτια της. Ήταν μόνη στο δωμάτιο. Επιτέλους! Στάθηκε στα πόδια της και τέντωσε το κορμί της. Τόσες ώρες ακίνητη! Απαπαπαπα! Έδωσε έναν πήδο και πάτησε στο ροζ κουρελάκι που ΄ταν στρωμένο δίπλα στο κρεβάτι. Έπρεπε να κάνει ησυχία. Έπρεπε να κάνει και γρήγορα, δεν είχε πολύ χρόνο!
Η Tilda ποτέ δεν ένιωθε σίγουρη για τον εαυτό της. Ούτε για τις πράξεις της. Ή για τις συνέπειές τους. Ένιωθε μόνο σίγουρη για το τώρα. Την αλήθεια της στιγμής. Ήταν παρορμητική και αυτό το είχε πληρώσει ουκ ολίγες φορές. Έτρεξε προς τη σιφονιέρα. Θεοί! Ήταν τόσο ψηλή! Πώς θα έφτανε εκεί πάνω; Εκεί πάνω. Θυμήθηκε μια φίλη της. Κάποτε η Tilda έπαιζε μαζί της στο πάρκο."Έπαιζε"... Τα παιδάκια έπαιζαν κι εκείνη κοιτούσε. Ντροπαλή όπως πάντα. Την πλησίασε αυτή η φίλη της.
-Tilda, το βλέπεις αυτό το δέντρο;
-Το βλέπω.
-Σκαρφάλωσέ το. Όσο πάει. Ψηλά.
-Γιατί; Τι βρίσκεται εκεί πάνω;
-Ο εγωισμός σου ρε Tilda...
Έσυρε με κόπο ένα σκαμπό δίπλα στην καρέκλα. Χοπ, μια στο σκαμπό, χοπ μια στην καρέκλα. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της κι άπλωσε τα χέρια της να φτάσει τη σιφονιέρα. Λίγο ακόμη! Λίγο ακόμη! Άλλο λίγο! Άκουσε βήματα απ' το χολ έξω απ' το δωμάτιο. Κάποιος ερχόταν! Όχι! Όχι ακόμη! Ήθελε άλλο λίγο για να φτάσει! Δεν θα τα παράταγε! Είχε φτάσει τόσο κοντά! Όλα της τα "θέλω"! Πάνω σε αυτή την σιφονιέρα! Κάποιος προσπαθεί να μπει στο δωμάτιο! Η Tilda κρεμάστηκε με τα ακροδάχτυλά της απ' την άκρη του επίπλου! Η καρέκλα έφυγε απ' την θέση της! Όχι! Η πόρτα ανοίγει! Κοίταξε προς τα πάνω! Θύμωσε! Χαλάρωσε τους μύες της. Έπεφτε.
Και καθώς έπεφτε η μικρή Tilda άκουγε μέσα στο κεφάλι της την φίλη της: "Ο εγωισμός σου Tilda. O εγωισμός σου." Έπεσε το μικρο της σωματάκι στο πάτωμα. Κι εκείνη έμεινε ανέκφραστη εκεί. Να κοιτά την σιφονιέρα.
Η πόρτα άνοιξε και η Ζωή μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι άκουσε έναν θόρυβο. Κοίταξε τον χώρο μα όλα φαινόταν στην θέση τους. Εκτός απ' την μικρή, πάνινη κούκλα. Την Tilda. Τι δουλειά είχε στο πάτωμα; Την σήκωσε και την ακούμπησε ξανά στο κρεβάτι. Έκανε να βγει απ' το δωμάτιο μα στάθηκε μια στιγμή. Κοίταξε την σιφονιέρα. Πλησίασε και πήρε στα χέρια της ένα αρκουδάκι. Το ακούμπησε κι αυτό στο κρεβάτι. Δίπλα στην Tilda. Η Ζωή έκλεισε το φως και κλείδωσε την πόρτα.
Η Tilda ποτέ δεν ένιωθε σίγουρη για τον εαυτό της. Ούτε για τις πράξεις της. Ή για τις συνέπειές τους. Ένιωθε μόνο σίγουρη για το τώρα. Την αλήθεια της στιγμής. Ήταν παρορμητική και αυτό το είχε πληρώσει ουκ ολίγες φορές. Έτρεξε προς τη σιφονιέρα. Θεοί! Ήταν τόσο ψηλή! Πώς θα έφτανε εκεί πάνω; Εκεί πάνω. Θυμήθηκε μια φίλη της. Κάποτε η Tilda έπαιζε μαζί της στο πάρκο."Έπαιζε"... Τα παιδάκια έπαιζαν κι εκείνη κοιτούσε. Ντροπαλή όπως πάντα. Την πλησίασε αυτή η φίλη της.
-Tilda, το βλέπεις αυτό το δέντρο;
-Το βλέπω.
-Σκαρφάλωσέ το. Όσο πάει. Ψηλά.
-Γιατί; Τι βρίσκεται εκεί πάνω;
-Ο εγωισμός σου ρε Tilda...
H μικρή ποτέ τελικά δεν σκαρφάλωσε εκείνο το δέντρο. Και δεν έμαθε εάν εκεί πάνω κρυβόταν ό,τι της είχε υποσχεθεί η φιλενάδα της. Μα τούτη η σιφονιέρα δεν έκρυβε μυστήρια κι άλυτους γρίφους. Ήξερε πολύ καλά τι θα 'βρισκε πάνω της. Κάτι που λαχταρούσε με όλη της την καρδία.
Έσυρε με κόπο ένα σκαμπό δίπλα στην καρέκλα. Χοπ, μια στο σκαμπό, χοπ μια στην καρέκλα. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της κι άπλωσε τα χέρια της να φτάσει τη σιφονιέρα. Λίγο ακόμη! Λίγο ακόμη! Άλλο λίγο! Άκουσε βήματα απ' το χολ έξω απ' το δωμάτιο. Κάποιος ερχόταν! Όχι! Όχι ακόμη! Ήθελε άλλο λίγο για να φτάσει! Δεν θα τα παράταγε! Είχε φτάσει τόσο κοντά! Όλα της τα "θέλω"! Πάνω σε αυτή την σιφονιέρα! Κάποιος προσπαθεί να μπει στο δωμάτιο! Η Tilda κρεμάστηκε με τα ακροδάχτυλά της απ' την άκρη του επίπλου! Η καρέκλα έφυγε απ' την θέση της! Όχι! Η πόρτα ανοίγει! Κοίταξε προς τα πάνω! Θύμωσε! Χαλάρωσε τους μύες της. Έπεφτε.
Και καθώς έπεφτε η μικρή Tilda άκουγε μέσα στο κεφάλι της την φίλη της: "Ο εγωισμός σου Tilda. O εγωισμός σου." Έπεσε το μικρο της σωματάκι στο πάτωμα. Κι εκείνη έμεινε ανέκφραστη εκεί. Να κοιτά την σιφονιέρα.
Η πόρτα άνοιξε και η Ζωή μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι άκουσε έναν θόρυβο. Κοίταξε τον χώρο μα όλα φαινόταν στην θέση τους. Εκτός απ' την μικρή, πάνινη κούκλα. Την Tilda. Τι δουλειά είχε στο πάτωμα; Την σήκωσε και την ακούμπησε ξανά στο κρεβάτι. Έκανε να βγει απ' το δωμάτιο μα στάθηκε μια στιγμή. Κοίταξε την σιφονιέρα. Πλησίασε και πήρε στα χέρια της ένα αρκουδάκι. Το ακούμπησε κι αυτό στο κρεβάτι. Δίπλα στην Tilda. Η Ζωή έκλεισε το φως και κλείδωσε την πόρτα.
Εκείνη η νύχτα. Θα ήταν η πιο όμορφη νύχτα και για τους δυο τους. Την Tilda και τον καλύτερό της φίλο.
Τον κύριο Αρκούδο.
:) Και :) ξαφνικά, :) ο :) ουρανός :) γέμισε :) χαμόγελα :).... :):):):):):)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι η μέρα έγινε μια όμορφη μέρα.... :):):):):)
Τόσο απλά? :):):):)
Τόσο απλά... :):):):)
ε πολυ μαυριλα δεν ειχε πεσει σε αυτο το βλογκ? πρεπει να πιασουμε και πιο ματσο θεματα ομως μπας και μας διαβασει και κανα αντρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμπρός λοιπόν!! Αγόρια πιάστε τις σφεντόνες σας!! Γκαγκαν γκαγκααανν!! Επίχεχηηηη!!! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί??
ΑπάντησηΔιαγραφήτ'είναι τούτο ρεεεεεεεεεεεε πίσω απο την πλάτη μου,ενημερώστε πρώτα ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν θα ξανασυμβει, λυπαμαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήχαχαχαχαχαχ θέλαμε να δούμε πόσο γρήγορα θα το μυριστεί η όμορφη μυτούλα σου!!! ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήεντό άντρα....ούγκ....διάβασε κείμενο...ούγκ...πολλά χρώματα το αρκούντο βλέπει έχει...σε πουά ντεν έχει??
ΑπάντησηΔιαγραφή:P
ΑπάντησηΔιαγραφήΨιτ... Άντρα? Βγάλε την προβιά... Ο Cheemba έχει κάνει παρκέ... :Ρ
ΑπάντησηΔιαγραφήασυναισθητα πηγα να του κανω λαικ. πρεπει να κοψω το facebook...
ΑπάντησηΔιαγραφήέλα ρε πανέμορφο!
ΑπάντησηΔιαγραφή@cheemba: κι εγώ κάνω λάικ στους οδηγούς που κάνουν μαλακίες στο δρόμο... Ξέρεις, αντίχειρας σηκωμένος, το υπόλοιπο γροθιά κλπ... Λές? (μεταξύ μας, μαλακία που δεν έχει λάικ το blogger)
ΑπάντησηΔιαγραφή@το κορίτσι που ήθελε πολλά: κάτσε κορίτσι... μισό... Ποιό είναι πανέμορφο? Διότι εδώ έχουμε δύο δημιουργούς... :)