"Κύριε Γεωργίου η απόδοσή σας έχει φτάσει στο ναδίρ. Είστε μονίμως αφηρημένος. Πασχίζω να βρω ένα μονάχα λόγο να σας κρατήσω στην εταιρεία μου."
Πάσχιζε και η κρέπα να χωρέσει στο στόμα του ευτραφούς αφεντικού του καθώς τον κατσάδιαζε για πολλοστή φορά. Ο κος Γεωργίου χαιρέτησε, βγήκε απ' το γραφείο του διευθυντή, πήρε το σακάκι του, στάθηκε μπροστά απ' το ρολόι: Πέντε και πενήντα εννέα και πενήντα δεπτερόλεπτα. Πέντε και πενήντα εννέα και πενήντα πέντε δεπτερόλεπτα. Εξι ακριβώς. Σχόλασε.
Κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Σταμάτησε στην ρεσεψιόν:
-Καλό Σαββατοκύριακο κυρία Λεκάκη.
-Καλό Σαββατοκύριακο κύριε Γεωργίου...
Στον δρόμο για το σπίτι του κοντοστάθηκε έξω από ένα pet shop. Είδε το είδωλό του στην βιτρίνα. Κοντά περιποιημένα μαλλιά, μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια, λεία επιδερμίδα, έντονα ζυγωματικά, λεπτά χείλη. Φαινόταν τόσο κουρασμένος. Χαμένος. Άδειος. Μπήκε στο pet shop με την ίδια ενοχή που θα 'νιωθε κι ένας Καθολικός μπαίνοντας σε ένα strip club. Σχεδόν μηχανικά και χωρίς σκέψη αγόρασε μια γυάλα με ένα μικρό χρυσόψαρο.
Έφτασε σπίτι του και ακούμπησε την γυάλα πάνω στην σιφονιέρα μπροστά απ' τον μεγάλο καθρέπτη. Την κοίταξε. Άπλωσε το χέρι του και την έσπρωξε λιγάκι προς τα δεξιά να κάτσει στο κέντρο του επίπλου. Την ξανακοίταξε. Έβγαλε το λινό του μαντήλι και σκούπισε την δαχτυλιά του πάνω απ' το γυαλί. Πήγε να κοιμηθεί.
Κάθε πρωί ο κος Γεωργίου αφού ετοιμαζόταν στεκόταν μπροστά από την γυάλα, κοιτούσε το χρυσόψαρο, του 'λεγε αντίο, περίμενε επτά δεπτερόλεπτα κι έφευγε. Τα μεσημέρια το τάιζε. Μια φορά την εβδομάδα άλλαζε το νερό του.
Με τον καιρό το χρυσόψαρο ξεθάρρεψε. Του 'λεγε αντίο ο κος Γεωργίου κι εκείνο ανταπέδιδε. Ο κος Γεωργίου δεν το τάιζε πια ανέκφραστος. Που και που χαμογελούσε. Εκείνο ανοιγόκλεινε μονίμως το στόμα του σαν να τον κορόιδευε: οποποποποποποπ...
Ο κος Γεωργίου αργότερα επέτρεψε στον εαυτό του να γελά με την καρδιά του με τις αντιδράσεις του μικρού του φίλου. Σιγά σιγά του μιλούσε όλο και πιο πολύ. Του 'λεγε πως πάντα ζεσταίνει δύο λωρίδες μπέικον στον φούρνο μικροκυμάτων δύο λεπτά και πέντε δεπτερόλεπτα και πως κρατά τον χρόνο με το ρολόι του διότι το ρολόι του φούρνου έχει χαλάσει και πως ποτέ δεν τον αφήνει να ολοκληρώσει κι ανοίγει το πορτάκι πέντε δεπτερόλεπτα νωρίτερα.
Του είπε για την δουλειά του. Για το γλοιώδες αφεντικό του. Του είπε για την κυρία Λεκάκη στην γραμματεία.
Γενικά του μιλούσε. Μα κι εκείνο λαλίστατο: οποποποποποποπ...
Ένα μεσημέρι ο κος Γεωργίου έφτασε στο σπίτι του. Στάθηκε μπροστά στην γυάλα. Το χρυσόψαρο τον καλωσόρισε. Ο κος Γεωργίου δεν χαμογέλασε. Το αφεντικό του τον είχε απολύσει.
"Τι κοιτάς; Εσύ νομίζεις είσαι καλύτερο; Νομίζεις ότι κάτι καταφέρνεις στη ζωή σου; Είσαι, είσαι, είσαι κλεισμένο σε μια γυάλα, είσαι και το μόνο που ξέρεις να λες είναι "οποποποποπ"... Μέχρι και το φαΐ σου έτοιμο το έχεις. Ποιος σου δίνει το δικαίωμα να, να, να, να, με κρίνεις;"
Ο κος Γεωργίου τώρα φώναζε:
"Έχω βαρεθεί να βλέπω την ηλίθια φάτσα σου! Συνέχεια ανέκφραστο! Συνέχεια βαρετό! Συνέχεια το το το το ίδιο συνέχεια! Σε έχω σιχαθεί!"
Ο κος Γεωργίου σήκωσε το χέρι του κι έριξε την γυάλα κάτω. Έσπασε. Το χρυσόψαρο σπαρτάρισε στο πάτωμα. Εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε απ' το διαμέρισμά του κόκκινος απ' τον θυμό του.
18:22:33 - Ο κος Γεωργίου πατούσε το κουμπί της στάσης του λεωφορείου. Οι πόρτες άνοιξαν. Πέρασε στην είσοδο της εταιρείας που εργάζονταν.
18:25:34 - Ο κος Γεωργίου άνοιγε την πόρτα του πρώην αφεντικού του την ώρα που εκείνος πάσχιζε να χωρέσει μια μηλόπιτα στο στόμα του.
18:31:36 - Ο κος Γεωργίου είχε ρίξει το πρώην αφεντικό του στο πάτωμα και πίεζε με την βάση της παλάμης του την μηλόπιτα μέσα στο στόμα του κρατώντας φυσικά με το άλλο χέρι τη μύτη του κλειστή.
18:35:02 - Ο κος Γεωργίου στέκονταν μπροστά απ' το γραφείο της κας Λεκάκη. Την έπιασε απ' τα μπράτσα, την σήκωσε και την πέταξε στο γραφείο της. Έχωσε τα δάκτυλά του στα μαλλιά της και την κοίταξε στα μάτια.
18:35:21 - Ο κος Γεωργίου ανέπνεε με έντονο ρυθμό απ' τη μύτη του καθώς φιλούσε την κα Λεκάκη η οποία τώρα είχε σταματήσει να αντιστέκεται και κρατούσε κόντρα με τα δυο της χέρια πάνω απ' το κεφάλι της την άκρη του γραφείου της.
18:40:11 - Ο κος Γεωργίου σταμάτησε να φιλά την κα Λεκάκη. Πήρε ένα post-it, έγραψε το νούμερό του και το κόλλησε στο κούτελό της.
18:46:59 - Ο κος Γεωργίου περπατούσε στον δρόμο με βηματισμό σταθερό, ρυθμικό, σχεδόν χορευτικό. Χαμογελούσε.
Έφτασε στο σπίτι του. Άνοιξε την πόρτα. Στάθηκε μπροστά απ' την σιφονιέρα. Κοίταξε στο πάτωμα. Δεν είδε το χρυσόψαρο πουθενά. Ούτε τα κομμάτια της γυάλας. Έσκυψε. Παντού σκόρπια θραύσματα ενός καθρέπτη. Καθρέπτη;
Ξανασηκώθηκε. Κοίταξε τον καθρέπτη πάνω απ' την σιφονιέρα.
Τον σπασμένο καθρέπτη πάνω απ' την σιφονιέρα.
Πάνω στα κρεμασμένα κομμάτια του είδε το είδωλό του.
"Γεια σου, Μιχάλη", του είπε.
"Οποποποπ...", απάντησε το είδωλο.
Πάσχιζε και η κρέπα να χωρέσει στο στόμα του ευτραφούς αφεντικού του καθώς τον κατσάδιαζε για πολλοστή φορά. Ο κος Γεωργίου χαιρέτησε, βγήκε απ' το γραφείο του διευθυντή, πήρε το σακάκι του, στάθηκε μπροστά απ' το ρολόι: Πέντε και πενήντα εννέα και πενήντα δεπτερόλεπτα. Πέντε και πενήντα εννέα και πενήντα πέντε δεπτερόλεπτα. Εξι ακριβώς. Σχόλασε.
Κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Σταμάτησε στην ρεσεψιόν:
-Καλό Σαββατοκύριακο κυρία Λεκάκη.
-Καλό Σαββατοκύριακο κύριε Γεωργίου...
Στον δρόμο για το σπίτι του κοντοστάθηκε έξω από ένα pet shop. Είδε το είδωλό του στην βιτρίνα. Κοντά περιποιημένα μαλλιά, μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια, λεία επιδερμίδα, έντονα ζυγωματικά, λεπτά χείλη. Φαινόταν τόσο κουρασμένος. Χαμένος. Άδειος. Μπήκε στο pet shop με την ίδια ενοχή που θα 'νιωθε κι ένας Καθολικός μπαίνοντας σε ένα strip club. Σχεδόν μηχανικά και χωρίς σκέψη αγόρασε μια γυάλα με ένα μικρό χρυσόψαρο.
Έφτασε σπίτι του και ακούμπησε την γυάλα πάνω στην σιφονιέρα μπροστά απ' τον μεγάλο καθρέπτη. Την κοίταξε. Άπλωσε το χέρι του και την έσπρωξε λιγάκι προς τα δεξιά να κάτσει στο κέντρο του επίπλου. Την ξανακοίταξε. Έβγαλε το λινό του μαντήλι και σκούπισε την δαχτυλιά του πάνω απ' το γυαλί. Πήγε να κοιμηθεί.
Κάθε πρωί ο κος Γεωργίου αφού ετοιμαζόταν στεκόταν μπροστά από την γυάλα, κοιτούσε το χρυσόψαρο, του 'λεγε αντίο, περίμενε επτά δεπτερόλεπτα κι έφευγε. Τα μεσημέρια το τάιζε. Μια φορά την εβδομάδα άλλαζε το νερό του.
Με τον καιρό το χρυσόψαρο ξεθάρρεψε. Του 'λεγε αντίο ο κος Γεωργίου κι εκείνο ανταπέδιδε. Ο κος Γεωργίου δεν το τάιζε πια ανέκφραστος. Που και που χαμογελούσε. Εκείνο ανοιγόκλεινε μονίμως το στόμα του σαν να τον κορόιδευε: οποποποποποποπ...
Ο κος Γεωργίου αργότερα επέτρεψε στον εαυτό του να γελά με την καρδιά του με τις αντιδράσεις του μικρού του φίλου. Σιγά σιγά του μιλούσε όλο και πιο πολύ. Του 'λεγε πως πάντα ζεσταίνει δύο λωρίδες μπέικον στον φούρνο μικροκυμάτων δύο λεπτά και πέντε δεπτερόλεπτα και πως κρατά τον χρόνο με το ρολόι του διότι το ρολόι του φούρνου έχει χαλάσει και πως ποτέ δεν τον αφήνει να ολοκληρώσει κι ανοίγει το πορτάκι πέντε δεπτερόλεπτα νωρίτερα.
Του είπε για την δουλειά του. Για το γλοιώδες αφεντικό του. Του είπε για την κυρία Λεκάκη στην γραμματεία.
Γενικά του μιλούσε. Μα κι εκείνο λαλίστατο: οποποποποποποπ...
Ένα μεσημέρι ο κος Γεωργίου έφτασε στο σπίτι του. Στάθηκε μπροστά στην γυάλα. Το χρυσόψαρο τον καλωσόρισε. Ο κος Γεωργίου δεν χαμογέλασε. Το αφεντικό του τον είχε απολύσει.
"Τι κοιτάς; Εσύ νομίζεις είσαι καλύτερο; Νομίζεις ότι κάτι καταφέρνεις στη ζωή σου; Είσαι, είσαι, είσαι κλεισμένο σε μια γυάλα, είσαι και το μόνο που ξέρεις να λες είναι "οποποποποπ"... Μέχρι και το φαΐ σου έτοιμο το έχεις. Ποιος σου δίνει το δικαίωμα να, να, να, να, με κρίνεις;"
Ο κος Γεωργίου τώρα φώναζε:
"Έχω βαρεθεί να βλέπω την ηλίθια φάτσα σου! Συνέχεια ανέκφραστο! Συνέχεια βαρετό! Συνέχεια το το το το ίδιο συνέχεια! Σε έχω σιχαθεί!"
Ο κος Γεωργίου σήκωσε το χέρι του κι έριξε την γυάλα κάτω. Έσπασε. Το χρυσόψαρο σπαρτάρισε στο πάτωμα. Εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε απ' το διαμέρισμά του κόκκινος απ' τον θυμό του.
18:22:33 - Ο κος Γεωργίου πατούσε το κουμπί της στάσης του λεωφορείου. Οι πόρτες άνοιξαν. Πέρασε στην είσοδο της εταιρείας που εργάζονταν.
18:25:34 - Ο κος Γεωργίου άνοιγε την πόρτα του πρώην αφεντικού του την ώρα που εκείνος πάσχιζε να χωρέσει μια μηλόπιτα στο στόμα του.
18:31:36 - Ο κος Γεωργίου είχε ρίξει το πρώην αφεντικό του στο πάτωμα και πίεζε με την βάση της παλάμης του την μηλόπιτα μέσα στο στόμα του κρατώντας φυσικά με το άλλο χέρι τη μύτη του κλειστή.
18:35:02 - Ο κος Γεωργίου στέκονταν μπροστά απ' το γραφείο της κας Λεκάκη. Την έπιασε απ' τα μπράτσα, την σήκωσε και την πέταξε στο γραφείο της. Έχωσε τα δάκτυλά του στα μαλλιά της και την κοίταξε στα μάτια.
18:35:21 - Ο κος Γεωργίου ανέπνεε με έντονο ρυθμό απ' τη μύτη του καθώς φιλούσε την κα Λεκάκη η οποία τώρα είχε σταματήσει να αντιστέκεται και κρατούσε κόντρα με τα δυο της χέρια πάνω απ' το κεφάλι της την άκρη του γραφείου της.
18:40:11 - Ο κος Γεωργίου σταμάτησε να φιλά την κα Λεκάκη. Πήρε ένα post-it, έγραψε το νούμερό του και το κόλλησε στο κούτελό της.
18:46:59 - Ο κος Γεωργίου περπατούσε στον δρόμο με βηματισμό σταθερό, ρυθμικό, σχεδόν χορευτικό. Χαμογελούσε.
Έφτασε στο σπίτι του. Άνοιξε την πόρτα. Στάθηκε μπροστά απ' την σιφονιέρα. Κοίταξε στο πάτωμα. Δεν είδε το χρυσόψαρο πουθενά. Ούτε τα κομμάτια της γυάλας. Έσκυψε. Παντού σκόρπια θραύσματα ενός καθρέπτη. Καθρέπτη;
Ξανασηκώθηκε. Κοίταξε τον καθρέπτη πάνω απ' την σιφονιέρα.
Τον σπασμένο καθρέπτη πάνω απ' την σιφονιέρα.
Πάνω στα κρεμασμένα κομμάτια του είδε το είδωλό του.
"Γεια σου, Μιχάλη", του είπε.
"Οποποποπ...", απάντησε το είδωλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου