Μικρό με έλεγα εικονοκυνηγό. Έτσι υπέγραφα στα ημερολόγια, στα σκίτσα μου, στα λευκώματα και στους τοίχους. "Εικονοκυνηγός". Δεν ακουγόταν πολύ macho όπως τα Sperminator, Reaper, Anthrax13 κτλ που επέλεγαν οι φίλοι μου μα εμένα μου άρεσε όσο μου άρεσε και η φωτογραφία.
Ο εικονοκυνηγός, λοιπόν, όταν έκανε κοπάνες δεν ακολουθούσε τους υπόλοιπους στις καφετέριες μα έπαιρνε το λεωφορείο και κατέβαινε στο κέντρο να φωτογραφήσει και να εμφανίσει τα φιλμάκια του διότι πρόλαβε ΚΑΙ τα φιλμάκια. Όπως επίσης και τα walkman, τα VHS players και το παγωτό πατούσα του ροζ πάνθηρα πριν βάλουν αυτή την σοκολατένια αηδία στα δάκτυλα.
Εκείνος και το νικελένιο του μωρό περπατούσαν από την Κουμουνδούρου στην Ηφαίστου, Πανδρόσου, Αιόλου, Ομόνοια και Ζήνωνος και φωτογράφιζε τα πάντα: Ρακένδυτους, μπάτσους, πρεζόνια, κυρίες με ταγέρ, επαίτες, πλανόδιους. Παντού εικόνες. Ένιωθε σαν να μην τις προλαβαίνει. Τις ήθελε όλες. Ένας τρελός οίστρος. Σαν να βάζεις αλκοολικό να δουλέψει σε μπαρ. Ή παιδεραστή σε νηπιαγωγείο.
Γυρνούσε σπίτι του κουρασμένος και ιδρωμένος. Η μητέρα του ήταν σίγουρη πως αυτό το ilford xp2 ήταν ναρκωτικό και πως ο γιος της κατέβαινε στο κέντρο να πάρει την δόση του. Τουλάχιστον ας έπαιρνε το μπουφάν του μαζί του, αυτό θα την ηρεμούσε κάπως.
Κάποτε ο εικονοκυνηγός μεγάλωσε. Το νικελένιο του μωρό κάθισε σε ένα ράφι δίπλα σε άλλα απομεινάρια ενός ταπεινού πλην πολύχρωμου παρελθόντος μα οι εικόνες δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Τον ακολουθούν παντού και πάντα. Περπατά και τις νιώθει πίσω του, δίπλα του. Κοιτά εσένα και βλέπει πίσω απ' τα μάτια σου τις δικές σου εικόνες. Κάποιοι το λένε φαντασία, κάποιοι σχιζοφρένεια. Εκείνος το 'λεγε πραγματικότητα.
Νόμιζε μικρός πως εκείνος κυνηγούσε τις εικόνες. Μα ποιος ο κυνηγός και ποιος το θήραμα κανείς δεν ξέρει. Ούτε ο Ορέστης. Ο κάθε Ορέστης.
Ο εικονοκυνηγός, λοιπόν, όταν έκανε κοπάνες δεν ακολουθούσε τους υπόλοιπους στις καφετέριες μα έπαιρνε το λεωφορείο και κατέβαινε στο κέντρο να φωτογραφήσει και να εμφανίσει τα φιλμάκια του διότι πρόλαβε ΚΑΙ τα φιλμάκια. Όπως επίσης και τα walkman, τα VHS players και το παγωτό πατούσα του ροζ πάνθηρα πριν βάλουν αυτή την σοκολατένια αηδία στα δάκτυλα.
Εκείνος και το νικελένιο του μωρό περπατούσαν από την Κουμουνδούρου στην Ηφαίστου, Πανδρόσου, Αιόλου, Ομόνοια και Ζήνωνος και φωτογράφιζε τα πάντα: Ρακένδυτους, μπάτσους, πρεζόνια, κυρίες με ταγέρ, επαίτες, πλανόδιους. Παντού εικόνες. Ένιωθε σαν να μην τις προλαβαίνει. Τις ήθελε όλες. Ένας τρελός οίστρος. Σαν να βάζεις αλκοολικό να δουλέψει σε μπαρ. Ή παιδεραστή σε νηπιαγωγείο.
Γυρνούσε σπίτι του κουρασμένος και ιδρωμένος. Η μητέρα του ήταν σίγουρη πως αυτό το ilford xp2 ήταν ναρκωτικό και πως ο γιος της κατέβαινε στο κέντρο να πάρει την δόση του. Τουλάχιστον ας έπαιρνε το μπουφάν του μαζί του, αυτό θα την ηρεμούσε κάπως.
Κάποτε ο εικονοκυνηγός μεγάλωσε. Το νικελένιο του μωρό κάθισε σε ένα ράφι δίπλα σε άλλα απομεινάρια ενός ταπεινού πλην πολύχρωμου παρελθόντος μα οι εικόνες δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Τον ακολουθούν παντού και πάντα. Περπατά και τις νιώθει πίσω του, δίπλα του. Κοιτά εσένα και βλέπει πίσω απ' τα μάτια σου τις δικές σου εικόνες. Κάποιοι το λένε φαντασία, κάποιοι σχιζοφρένεια. Εκείνος το 'λεγε πραγματικότητα.
Νόμιζε μικρός πως εκείνος κυνηγούσε τις εικόνες. Μα ποιος ο κυνηγός και ποιος το θήραμα κανείς δεν ξέρει. Ούτε ο Ορέστης. Ο κάθε Ορέστης.
Κι ο συγκεκριμένος Ορέστης περιμένει καρτερικά την Αθηνά του.
Να δικάσει εκείνον και τις εικόνες που τον κατατρέχουν.
Να αποφανθεί μια θεά ποιος ο κυνηγός
και ποιος το θήραμα.
1η φωτο στα παλατια του Μινωα, 2η σε σταθμο του μετρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή