Σ' αγαπάω ρε

-Θέλω να ρίξω το αμάξι σε κολόνα.
-Αν πάθεις κάτι θα πεθάνω!

Εκείνος το εννοούσε Το προηγούμενο βράδυ οδηγούσε σαν ζόμπι και του φαινόταν τόσο απλό και λογικό να κάνει μία έτσι το τιμόνι και να στουκάρει πάνω σε κανά φανάρι. Πριν δύο μέρες του είχε ζητήσει να χωρίσουν. Ύστερα από δέκα χρόνια. Έτσι ξαφνικά.

Μα το περίεργο ήταν πως κι εκείνη το εννοούσε. Ότι εάν του συνέβαινε κάτι θα πέθαινε και η ίδια. Πώς μπορούσε να νοιάζεται; Εκείνος δε μπορούσε να το καταλάβει. Θα το καταλάβαινε έξι μήνες αργότερα.

Χειμώνας του '11. Μόνος στην γκαρσονιέρα του προσπαθούσε να τελειώσει μια φριχτή μακαρονάδα. Το σκόρδο του έπεσε πολύ. Άναψε ένα τσιγάρο μπας και φύγει αυτή η αηδία απ' το στόμα του. Στο πάτωμα είχε ρίξει ένα στρώμα το οποίο έλεγε κρεβάτι. Ξάπλωσε και κοίταξε το λευκό ταβάνι. Το ταβάνι αποκτά αξία όταν είσαι μόνος.

Δεν ήταν μια καλή ημέρα κι ο Bowie συμφωνούσε μαζί του. Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Το κωλόκρυο, οι αφραγκιές, το σπίτι που είχε γίνει ένα μπουρδέλο. Μέχρι και οι κατσαρίδες την είχαν κάνει. Του άφησαν και σημείωμα: "Σόρι φίλε, κατσαρίδες είμαστε, δεν είμαστε πουτάνες. Αυτό δεν είναι σπίτι, μπουρδέλο είναι. Τα λέμε. Σόρι ε;"

Η ανάσα δεν του 'βγαινε. Ήθελε αυτό, να κοιτά το ταβάνι και να καπνίζει. Μα ο κύριος Bowie επέμενε. Τον τρέλαινε. Του θύμιζε εικόνες. Θα μπορούσε να σηκωθεί και να κλείσει το pc. Αν προσπαθούσε ίσως. Πολύ αργά. Το Space Oddity είχε ξεκινήσει:


-Ground control to major Tom, your circuits dead, there's something wrong
Can you hear me, major Tom?
- Here am I sitting in my tin can far above the Moon
Planet Earth is blue and there's nothing I can do.

Νταξ. Έκλαιγε. Η μύξα του 'χε κλείσει τη μύτη κι ο καπνός το στόμα. "Άντε γαμήσου, κλάψε!".

Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο αλκοολικός του φίλος ο Έκτορας.

-Πού σε πετυχαίνω καύλα μου;
-Στο σταθερό πήρες ρε Έκτορα, πού θες να 'μαι;
-Θα περάσεις για κανα ποτάκι;

Η ψυχολογία του άλλαξε στο λεπτό. Όταν όλα πάνε σκατά ο αλκοολικός σου φίλος θα 'ναι πάντα εκεί. Σε τρία είχε ντυθεί και σε τριάντα χτυπούσε το κουδούνι του. Εκείνος τον υποδέχτηκε σε ένα σπίτι πιο αχούρι απ' το δικό του που στα μάτια του όμως φαινόταν παλάτι. Ήπιαν τα πάντα. Ξάπλωσε ο Έκτορας στο κρεβάτι, ξάπλωσε κι εκείνος δίπλα του. Κοιτούσαν και οι δύο το ταβάνι. Μετά από κανα τέταρτο σιωπής ο Έκτορας μίλησε:

-Μαλάκα δεν την παλεύω άλλο. Θέλω να σκοτωθώ.
-Έκτορα, εάν πάθεις κάτι θα πεθάνω.
-Στ' αρχίδια μου.
-Σ' αγαπάω ρε!
-Κι εγώ σ' αγαπάω Αχιλλέα.


5 σχόλια:

  1. χαχαχαχαχαχαχα! ελα ρε μη μου πεφτεις! νταξ θα γραψω κατι πχιο cheery! (μπορω να πω cheery?)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τί είναι cheery?
    Δεν πέφτω... Δηλαδή πέφτω... Αλλά να... Καμιά φορά είναι ωραία... Να πέφτεις με πράγματα που χαϊδεύουν το μυαλό σου... Ίσως λίγο πιο σκληρά απ' όσο θ' άντεχες...

    ΑπάντησηΔιαγραφή