ἀλώπηξ

Σύρθηκε μέσα στο σκοτάδι. Πατούσε στις μύτες των ποδιών του. Αθόρυβα. Ανάμεσα στα ψηλά χόρτα. Πλησίασε λίγο ακόμα. Μπορούσε να δει τώρα καθαρά το σπίτι. Κι ένα φως αναμμένο. Χαμήλωσε περισσότερο. Τα μάτια του καρφωμένα εκεί. Στο σπίτι.

Κρύο και καταχνιά. Το σώμα του ριγούσε. Πιο μακρυά σκύλοι τον είχαν καταλάβει. Γάβγιζαν. Χαλούσαν τον κόσμο. Δεν είχε πολύ χρόνο. Πολύ γρήγορα θα τον έβρισκαν. Δεν του άρεσαν οι σκύλοι. Δεν του άρεσαν καθόλου.

Μια σκιά. Στο μπαλκόνι. Στο σπίτι. Μια φιγούρα. Τέντωσε το λαιμό του. Γουρλωσε τα μάτια του. Προσπαθούσε να καταλάβει. Δεν διέκρινε λεπτομέρειες. Πλησίασε. Κι άλλο. Άλλο λίγο.

Την είδε! Ήταν εκείνη; Ήταν εκείνη! Μιλούσε στο τηλέφωνο. Περπατούσε πάνω, κάτω στην βεράντα της. Κάπνιζε. Το βλέμμα του ακολουθούσε την πορεία της. Αριστερά και δεξιά. Κάποια στιγμή εκείνη σταμάτησε. Έγειρε προς τα κάγκελα. Κοίταξε προς το μέρος του...

Τον κατάλαβε! Όχι! Δεν έπρεπε να συμβεί αυτό! Έδωσε έναν πήδο. Έτρεξε μακριά της. Χώθηκε στα ξερόχορτα. Χάθηκε.

Εκείνη ήταν σίγουρη γι' αυτό που πρόλαβε να δει. Ξανακούμπησε το τηλέφωνο στο αυτί της:


"Έλα! Δεν θα πιστέψεις τι είδα μόλις τώρα! Μια αλεπού! Είδα μια αλεπού ρε 'συ!"

2 σχόλια:

  1. Μα τι τέλειο twist! Εκεί που νομίζεις ότι είναι ο βιαστής, σού βγαίνει αλεπουδίτσα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. χαχαχαχαχαχα! αυτο που ειπες ηταν twist! δεν περιμενα καποιος να νομισει οτι προκειται για βιαστη! και οι λεξεις ειναι σαν τη ζωγραφικη τελικα ε; τα λογια ερμηνευονται κατα πως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή