Τους έχουμε;

Το μικρό του χέρι χάνονταν μέσα στην ζεστή χούφτα της μητέρας του. Το κρατούσε σφιχτά. Το παιδί θα διαμαρτυρόταν μα ήταν πολύ φοβισμένο να αρθρώσει οποιαδήποτε λέξη. Έβλεπε στο απέναντι πεζοδρόμιο κόσμο να στέκεται και να κοιτά προς το μέρος του. Έμοιαζαν με γίγαντες. Ντυμένοι με γκρίζα ή μαύρα ρούχα. Σκυθρωποί, ακίνητοι.

Το φανάρι άναψε πράσινο. Οι γίγαντες του απέναντι πεζοδρομίου έκαναν όλοι ένα συγχρονισμένο βήμα και οι βρώμικες σόλες των παπουτσιών τους ακούμπησαν την άσφαλτο του δρόμου. Πλησίαζαν προς το μέρος του. Το παιδί τρομοκρατήθηκε. Με το ελεύθερο χέρι του έσφιξε τον γιακά της ζακέτας του. Ξεροκατάπιε. Φαινόντουσαν τόσο απειλητικοί. Θυμήθηκε εικόνες του βιβλίου του. Δυο αντίπαλοι στρατοί. Δυο εχθρικές παρατάξεις η μια απέναντι στην άλλη. Μια σύγκρουση.


Η μητέρα του έκανε κι εκείνη ένα βήμα μπροστά όπως και οι υπόλοιποι του δικού του πεζοδρομίου. Το τράβηξε απαλά μαζί της μα το παιδί κοντοστάθηκε. Εκείνη το κοίταξε γλυκά σαν να καταλάβαινε. Του έκλεισε το μάτι, χαμογέλασε και το ρώτησε: "Τους έχουμε;" Το παιδί γούρλωσε τα μάτια του. Ο στρατηγός του ήταν έτοιμος για επίθεση. Χαμογέλασε κι εκείνο. Η καρδιά του μικρού Λέοντα γέμισε ξαφνικά κουράγιο: "Φυχικά και τουχ έχουμε!" απάντησε ο μικρός και την ακολούθησε φωνάζοντας "Επίχεχη! Γκαγκαγκαγκάν γκαγκάν!"

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα στην πλατεία Συντάγματος περιμένω ένα κόκκινο φανάρι να ανάψει πράσινο. Στην πλατεία με περιμένει το αγαπημένο μου παγκάκι και μια παγωμένη μπύρα. Εκεί θα συναντήσω και τις αγαπημένες μου εικόνες. Τις αγαπώ τις εικόνες μου μα πάντα τρομοκρατούμαι όταν κάθομαι και τα λέω μαζί τους.

Το ίδιο φοβισμένος ήμουν κι εκείνο το βράδυ. Το φανάρι έγινε πράσινο. Ο στρατός του απέναντι πεζοδρομίου ξεκίνησε την επέλαση προς το μέρος μου. Άνθρωποι που δεν γνώριζα. Άνθρωποι που θα 'θελα να γνωρίσω. Για να μην τους φοβάμαι πια.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα κι εγώ την δική μου επέλαση. Κοιτούσα την άσφαλτο καθώς διέσχιζα τον δρόμο. Τραγουδούσα πίσω απ' τα δόντια μου στίχους των Doors μήπως ξεχαστώ. Τίποτα. Φοβόμουν.


Κάποια στιγμή η ράχη του χεριού μου ακούμπησε το ύφασμα του ρούχου ενός ανθρώπου του απέναντι πεζοδρομίου.Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα πάνω απ' τον ώμο μου καθώς με προσπερνούσε. Ήταν ένα παιδί.

Εκείνο μου έκλεισε το μάτι και μου είπε με πονηρή φωνή:

"Τουχ έχουμε!"


1 σχόλιο: